Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2022

Η αξία της ελεημοσύνης

Εικόνα
  Ένας άγιος Γέροντας έμενε με τον υποτακτικό του σε μια καλύβη, όχι μακριά από ένα κεφαλοχώρι. Κάποτε έπεσε στον τόπο μεγάλη δυστυχία κι ο φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν από την πείνα. Πολλοί στην απελπισία τους πήγαιναν και κτυπούσαν στην καλύβη του ερημίτη. Εκείνος πάλι, που ήταν πολύ ελεήμων, έδινε με την καρδιά του απ’ ό,τι τύχαινε να έχει. Ο υποτακτικός όμως που έβλεπε με τρόπο το ψωμί τους να λιγοστεύει, είπε μια μέρα στενοχωρημένος στο Γέροντα: -Αββά, δε μου ξεχωρίζεις τα ψωμιά που μου αναλογούν, κι από δω και πέρα μοίραζε από τα δικά σου ελεημοσύνη. Έτσι όπως πάμε τώρα, γρήγορα θα πεινάσουμε κι οι δυο. Ο αγαθός Γέροντας χώρισε τα ψωμιά του υποτακτικού του, χωρίς να πει τίποτα κι εξακολούθησε να δίνει από τα δικά του στους φτωχούς. Μα κι ο Θεός που είδε την καλή του προαίρεση τα ευλόγησε, κι όσο εκείνος έδινε, τόσο αυτά επληθύνονταν.Ο υποτακτικός στο μεταξύ έφαγε τα δικά του. Όταν πια δεν του έμειναν παρά λίγα ψίχουλα, πήγε στον Γέροντα του και τον παρακαλούσε να τρώνε πάλι μαζί.

Να ελεούμε χωρίς διακρίσεις

Εικόνα
  Ένας καλός ιερέας κάθε Κυριακή μετά τη Λειτουργία μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα, που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών». Μια Κυριακή πήγε μία γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα με ύφος κακομοίρικο. Ο Ιερέας τη λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο με την πρόθεση να της δώσει όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του. όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώσει, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρει φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερέας σκέφτηκε πως ήταν από κείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε λίγα, για να μην την αφήσει να φύγει έτσι και τής έμενε η ντροπή. Έβαλε πάλι το χέρι του στο κιβώτιο κι η χούφτα του γέμισε χρυσά νομίσματα.  Σαν ευλαβής που ήταν κατάλαβε τη θεία επέμβαση. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες και για τις δύο εκείνες γυναίκες. Έμαθε τότε πως η μία που φαινόταν καλοντυμένη, ήταν από καλή οικογένεια, που τελευταία από διάφορα ατυχήματα φτώχυνε και υπέφερε πολύ. Από αξιοπρέπεια φορούσε π

ΟΤΑΝ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΚΛΑΨΕ …

Εικόνα
Γεμάτα τα μικρά στρογγυλά τραπεζάκια μέσα και έξω από το καφενείο, γεμάτα από βιαστικούς πελάτες που έρχονται έτσι στα γρήγορα έναν καφέ να πιουν, να στυλωθεί η ψυχή τους, και μετά να ξαναπάνε απέναντι, δίπλα να σταθούν στο δικό τους άνθρωπο, δίπλα ή καλύτερα ένα να γίνουν με τον πόνο και την ανημπόρια, που κατάληψη έχουν κάνει σε όλα τα πατώματα, σε όλα τα δωμάτια του μεγάλου νοσοκομείου και έχουν ποτίσει θαρρείς ολόκληρο το τεράστιο οικοδόμημα. Ένα καφεδάκι, μια-μια η ρουφηξιά αλλά η σκέψη είναι εκεί, και τα πόδια χορεύουν σαν να βιάζονται να πάνε πάλι κοντά σε αγαπημένο άρρωστο. —Κάτσε εδώ, καλά είναι, τι καφέ θες να πάω να φέρω. Σε λίγο γύρισε με το δισκάκι, δυο νεράκια και δυο καφεδάκια. Λίγα τα λόγια τους αλλά φανέρωναν την έντασή τους, την έγνοια και την ανησυχία τους. Μια φωνή έκανε και τους δυο να γυρίσουν το κεφάλι. —Με λένε Άγγελο και, αν επιτρέπετε, θα ήθελα να καθίσω μαζί σας. Βουβά δόθηκε η άδεια και ο Άγγελος έσυρε την καρέκλα του και κάθισε κοντά τους με τους ώμους γερ

Ο Παναής ο αλειτούργητος και η καμπάνα – Αληθινή ιστορία

Εικόνα
  Η Εκκλησία είναι η μάνα μας, και η καμπάνα η φωνή της! Ο Παναής, ήταν φοβερός άνθρωπος. Αγρίμι σωστό. Αλειτούργητος και αλιβάνιστος. Τσομπάνης πάνω στο βουνό, με τις στάνες του καταγίνονταν ολοχρονίς. Το πόδι του είχε χρόνια ολόκληρα να το πατήσει στην εκκλησιά. «Δεν πατάω εγώ στο μαγαζί του παπά», έλεγε. Αλειτούργητος και αλιβάνιστος, αγρίμι σωστό… Ο Παναής ο αλειτούργητος και η καμπάνα – Τά ’μαθες, παππού; Ἀπὸ ’δῶ κι ἐμ πρὸς  τὰ μαγαζιὰ θ’ ἀνοίγουν καὶ τὶς Κυριακές. – Τί λές, παιδάκι μου, στύλωσε μὲ ἀπορία καὶ ἔκπληξη τὰ γεροντικά, θολωμένα ἀπ’ τὰ χρόνια μάτια του πάνω στὸν ἐγγονό του ὁ μπαρμπα-Δημητρός. – Εἶναι νόμος τοῦ κράτους, παππού. Κάποιες Κυριακὲς τὸ χρόνο τὰ καταστήματα μποροῦν νὰ παραμένουν ἀνοιχτά, νὰ πηγαίνει ὁ κόσμος νὰ ψωνίζει.– Ναί, παππού, εἶναι ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ. – Ἄλλο καὶ τοῦτο. Καὶ γιατί, μαθές, αὐτό; Πῶς τοῦ ’ρθε νὰ βγάλει τέτοια ἀπόφαση; – Δηλαδή, θὲς νὰ πεῖς,  θὰ χτυπᾶ ἡ καμπάνα τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει γιὰ τὴν ἀγορά; – Ἔ, κάπως ἔτσι… Κούνησε τὸ κε

Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού!

Εικόνα
Ένας αδελφός έκανε συνεχώς αυτή την προσευχή στο Θεό: – Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού! Στείλε μου λοιπόν κεραυνό ή καμιάν άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαιμόνιο, μήπως κι έτσι έρθει σε φόβο η πωρωμένη μου ψυχή…. Άλλοτε πάλι παρακαλούσε κι έλεγε: – Ξέρω πώς έχω πολύ αμαρτήσει ενώπιόν Σου, Δέσποτα, και πώς είναι …αναρίθμητα τα σφάλματά μου. Γι αυτό και δεν τολμώ να Σου ζητήσω να με συγχωρέσεις. Αν όμως είναι δυνατόν, συγχώρεσέ με για την ευσπλαχνία Σου. Αν πάλι είναι αδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στη ζωή αυτή και μη με κολάσεις στην άλλη. Κι αν είναι και τούτο ακόμη αδύνατον, στείλε μου εδώ ένα μέρος της τιμωρίας και αλάφρωσέ μου εκεί την κόλαση. Άρχισε μόνο από τώρα να με τιμωρείς. Αλλά τιμώρησέ με σπλαχνικά, όχι με την οργή Σου, Δέσποτα. Έτσι λοιπόν μετανοούσε έναν ολόκληρο χρόνο κι αυτά έλεγε με δάκρυα ικετευτικά, ολόθερμα και ολόψυχα, λιώνοντας και τσακίζοντας σώμα και ψυχή με νηστεία και αγρυπνία και άλλες κακουχίες. Μια μέρα καθώς καθόταν καταγής, όπως συνήθιζε, θρηνώντας και φωνάζοντας

Η απλότητα της καρδιάς

Εικόνα
  Διηγήθηκε ένας από τους Αγίους Πατέρες, την ακόλουθη ιστορία που άκουσε στην έρημο της Θηβαΐδος. Συνέβηκε κάποτε, και πέρασε από την έρημο ένας μεγάλος πνευματικός, και στην αρετή περιβόητος. Τότε πολλοί από τους Πατέρες έτρεχαν και εξομολογούντο σ’αυτόν. Μεταξύ τους δε πήγε και ένας απλός και άκακος άνθρωπος, βοσκός στο επάγγελμα, που δεν ήξερε τι θα πει αμαρτία. Μόνη του δε επιθυμία ήταν πως να κερδίσει τον παράδεισο. Ο πνευματικός τότε του είπε να κρατεί τον ίσιο δρόμο, και θα φθάσει στον παράδεισο. Άκακος όπως ήταν, ερμήνευσε κατά γράμμα τα λόγια του πνευματικού, και περπατώντας τρεις μέρες έφτασε σ’ένα μοναστήρι, και είπε στον ηγούμενο τον πόθο του. Από τα λόγια του ο ηγούμενος εννόησε την απλότητα και ακεραιότητα του, τον δέχτηκε στο μοναστήρι, και αφού τον έκαμε μοναχό, τον έβαλε να «φιλοκαλή» την Εκκλησίαν, δηλαδή τον έκαμε νεωκόρο. Μια μέρα, όταν τον επεσκέφτηκε ο Ηγούμενος και τον νουθετούσε τα αναγκαία για την σωτηρία του, πήρε και αυτός θάρρος και τον ρώτησε, ποιός είναι

Ὁ μουσουλμάνος, ἡ ἀεροσυνοδός καί ἡ κυρία μέ τήν Βίβλο.

Εικόνα
Σε επαρχιακο Νοσοκομειο της Βορείου Ελλαδος κατέφυγε γυναίκα πρόσφυγας να νοσηλεύτει η οποία αρνήθηκε να δεχτει νοσηλεία απο την Νοσηλεύτρια επειδή εκείνη φορούσε το Σταυρόν της..Θεώρησε δικαίωμα της η πρόσφυγας να επιλέγει το θρησκευτικό πιστεύω και την προσωπική ελευθερία τής νοσηλεύτριας της χώρας που αναγκαστικά αλλά φιλάνθρωπα τη φιλοξενεί και της προσφερει δωρεάν όλα τα απαραίτητα για την εδώ διαμονή και την καλή υγεια της.. Η αυθόρμητη γενική αντίδραση όλων των υπηρετούντων νοσηλευτριών του Νοσοκομείου που ακολουθησε μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητη.. Αποφάσισαν να φορούν καθημερινά στη δουλειά τους το Σταυρό τους ,να προσφέρουν με κάθε επιμέλεια τίς φροντίδες τους στους πρόσφυγες ,ομολογώντας συγχρόνως ότι σ ‘αυτή τη χώρα ο,τι καλύτερο και αληθινό, μπορούν μόνο να βρούν ,είναι αυτό που γίνεται στο όνομα του Εσταυρωμένου και Αναστημένου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.. Ένας πενηντάρης μουσουλμάνος φτάνει στο αεροπορικό του κάθισμα σε μία κατάμεστη πτήση. Αμέσως άρχισε να διαμαρτύρεται ότ

Συγκλονιστικό περιστατικό πού συνέβη στόν π.Ἐφραίμ τῆς Ἀριζόνας.

Εικόνα
(Διηγεῖται ὁ Γέροντας Νίκων ἀπό τήν Νέα Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὅρους) Ὅταν ἔλεγα μία φορά τούς λογισμούς μου στόν Γέροντα, χτυπάει τό τηλέφωνο... (...) Τό σηκώνει, ἀκούω μία γυναίκα, ἔκλαιγε, φώναζε, χτυπιότανε, τσίριζε. Καί ἔλεγε ὁ Γέροντας.. - Εἶδες κορίτσι μου ποῦ σου τά ἔλεγα ἐγώ, εἶδες ποῦ σου ἔλεγα νά τό κάνεις αὐτό τό πράγμα; Ναί κορίτσι μου δίκιο ἔχεις, ναί ἔτσι εἶναι.Ἔκλεισε τό τηλέφωνο.. - Ἄν εἶναι (λέω) Γέροντα κάτι ἐξομολογητικό μήν μοῦ τό πεῖτε, ἄν εἶναι κάτι ἄλλο, τί εἶχε καί ἔκανε ἔτσι; Ἦταν μία δασκάλα ἀπό τήν Ἤπειρο, ἦταν παλαιοημερολογίτισσα καί συνάντησε τόν π.Ἐφραίμ, δέν ξέρω πού καί τόν ἄρχισε, τόν πῆρε παραμάζωμα. - Ἔχετε προδώσει τόν Χριστιανισμό ἐσεῖς οἱ νεοημερολογίτες, ἔχετε πάει μέ τόν Πάπα τόν σατανᾶ, ὁ Πατριάρχης εἶναι αἱρετικός, δέν ἔχετε Χάρη Ἱεροσύνης, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει φύγει ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τό νέο ἡμερολόγιο. - Ὄχι κορίτσι μου (νά λέει αὐτός) δέν εἶναι ἔτσι, οἱ ἱερεῖς μᾶς ἔχουν Ἱεροσύνη. Καί δέν μποροῦσε νά τήν πείσει. Τό

Χίλιες φορές Δόξα Σοι Ὁ Θεός

Εικόνα
Ζούσε κάποτε ένα γεροντάκι, που ήταν εκ γενετής τυφλός. Κάθε μέρα δόξαζε τον Θεό για τα καλά και τα άσχημα της καθημερινότητάς του. Προσευχόταν, έκανε μετάνοιες, κομποσχοίνι και εξομολογούταν συχνά. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για το ΄΄πρόβλημά΄΄ του…. Κάποτε τον έπιασε μια βαριά και τρομερή αρρώστια, σφάδαζε από τους πόνους, αλλά και πάλι δόξαζε τον Θεό. Κάθε μέρα που περνούσε ο πόνος μεγάλωνε, αλλά εκείνος δόξαζε τον Θεό. Κάποια στιγμή τον συνάντησαν δυό καλογέρια που τον άκουγαν από μακρυά να επικαλείται την Μεγαλόχαρη. -Έλα γέροντα, κάνε υπομονή, πες Δόξα Σοι Ο Θεός… Αυτός ξέρει για ποιο λόγο τα επιτρέπει όλα… του είπαν.Ο γέροντας συνοφρυωμένος και με έντονη φωνή τους απήντησε: -Μόνο μια φορά Δόξα Σοι Ο Θεός; Χίλιες φορές Δόξα Σοι Ο Θεός… τι νομίζετε δηλαδή;; Για φαντάσου όμως να γίνω καλά, να μου δώσει ο Θεός μάτια και να βλέπω και να μου επιτρέψει σαρκικό πόλεμο, που έχει πετάξει τόσους από τα μοναστήρια…. Θα το άντεχα αυτό τότε;;;; Ξέρει ο Θεός τι μου στέλνει. Βεβαίως Δόξα Σοι Ο Θεός!

Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι

Εικόνα
  Ὡς κοινὸν εἶχον γῆς Βασιλεῖς τὸ στέφος, Ἔχουσι κοινὸν καὶ τὸ τοῦ πόλου στέφος. Ξύνθανε μητέρι εἰκάδι πρώτῃ Κωνσταντῖνος. Ως γενέτειρα πόλη του  Μεγάλου Κωνσταντίνου  αναφέρεται τόσο η Ταρσός της Κιλικίας όσο και το Δρέπανο της Βιθυνίας. Ωστόσο η άποψη που επικρατεί φέρει τον Μέγα Κωνσταντίνο να έχει γεννηθεί στη Ναϊσό της Άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας). Το ακριβές έτος της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστό, θεωρείται όμως ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272-288 μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος, που λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, παραιτούνται από τα αξιώματά τους και αποσύρονται. στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος ο Χλωρός στη Δύση

Ο τρόπος που βλέπουμε τους άλλους...

Εικόνα
Κάποτε ήταν ένα νέο ζευγάρι που μετακόμισε σε καινούργια γειτονιά.Καθώς έτρωγαν το πρώτο τους πρωινό στο νέο τους σπίτι, η γυναίκα κοίταξε έξω από τοπαράθυρο και είδε τη γειτόνισσα που εκείνη την ώρα άπλωνε την μπουγάδα της. “Ά, τα ρούχα δεν είναι και πολύ καθαρά”, σχολίασε, “η γειτόνισσα δεν ξέρει να πλένει καλά. Μάλλον χρειάζεται να χρησιμοποιεί περισσότερο σαπούνι”. Ο σύζυγος κοίταξε την μπουγάδα αλλά δε είπε τίποτα. Κάθε φορά που η γειτόνισσα άπλωνε την μπουγάδα της, η γυναίκα έκανε τα ίδια σχόλια. Ένα μήνα αργότερα, ένιωσε μεγάλη έκπληξη, όταν είδε ότι τα ρούχα που είχε απλώσει η γειτόνισσα ήταν πιο καθαρά και είπε στον άντρα της : “Για δες! Η γειτόνισσα έμαθε επιτέλους να πλένει! Αναρωτιέμαι ποιος την έμαθε”. “Ξέρεις ξύπνησα νωρίς σήμερα το πρωί και καθάρισα τα τζάμια μας!” γύρισε και της είπε ο άντρας της. (Έτσι συμβαίνει και στη ζωή. Ο τρόπος που βλέπουμε τους άλλους εξαρτάται από το πόσο καθαρά είναι τα “τζάμια μας”)

"ΕΙΜΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ..."

Εικόνα
Μία αληθινή διδακτική ιστορία έμπονης προσευχής από την Κορέα … Ο οκτάχρονος γιός της οικογένειας είναι πολύ ζωηρός. Και στο παρελθόν έχει προκαλέσει προβλήματα και ανησυχίες στους γονείς του. Αλλά η τελευταία πράξη του τους άφησε άναυδους. Συνήθως, όταν ο Β. επιστρέφει από το σχολείο, η μητέρα του ελέγχει την σχολική του σάκα και συζητάει μαζί του πώς πέρασε στο σχολείο, τι μάθημα έκανε, τι βαθμό πήρε στην ορθογραφία κ.λ.π. Μια μέρα στην σάκα η μητέρα βρήκε χρήματα. Μετά από αλλεπάληλες ερωτήσεις τελικώς ο Β. ομολόγησε ότι τα έκλεψε. Η μητέρα κράτησε την ψυχραιμία της και προσπάθησε να εξακριβώσει τον τρόπο και τον λόγο της κλοπής. Πάνω στην ώρα έφθασε και ο πατέρας από την εργασία του στο σπίτι. Η μητέρα επιμένει στον μικρό να του ομολογήσει την πράξη του. Εκείνος για ώρα μένει αμίλητος με κατεβασμένο το κεφάλι. Στο τέλος η μητέρα αποκαλύπτει την κακή πράξη του. Ο πατέρας, χωρίς δεύτερη σκέψη, του λέει ήρεμα να φορέσει το μπουφάν του και να τον ακολουθήσει. Βγαίνουν από το σπίτι και