O πολεμιστής – Χόρχε Μπουκάι
ΤΟ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟ ΣΩΜΑ του σουμέριου πολεμιστή ήταν χαραγμένο με ουλές και το δέρμα του ψημένο από τον ήλιο και το χιόνι. Το όνομά του ήταν Χορμά, και όπως λέει αυτή η ιστορία, κάποια φορά που πήγαινε ιππεύοντας με τρεις φίλους του από μια πόλη σε άλλη, έπεσαν σε μια ενέδρα στα χέρια των πιο άκαρδων εχθρών τους. Οι τέσσερις πολεμιστές πάλεψαν άγρια, μα μόνο ο Χορμά κατάφερε να επιζήσει. Οι τρεις φίλοι του έπεσαν νεκροί κατά τη διάρκεια της μάχης. Αιμορραγώντας και εξαντλημένος, ο Χορμά συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να ξεκουραστεί, να ανακτήσει δυνάμεις και να γιατρέψει τις πληγές του. Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας ένα ασφαλές μέρος και διέκρινε μια μικρή σπηλιά σκαμμένη στο κοντινό βουνό. Έφτασε σχεδόν έρποντας μέχρι εκεί και, μόλις μπήκε στη σπηλιά, άπλωσε στο έδαφος το αρκουδοτόμαρό του κι έπεσε σε βαθύ ύπνο. Ώρες ή μέρες αργότερα τον ξύπνησε η πείνα. Αισθάνθηκε το στομάχι του ζεστό. Πονώντας ακόμα, ο Χορμά αποφάσισε να βγει για να ψάξει κλαδιά και ξερούς κορμούς, ν’ ανάψει μια μικρή φωτιά