Ο Θούριος του Ρήγα Βελεστινλή
Ὡς πότε παλικάρια νὰ ζοῦμεν στὰ στενά, Μονάχοι σὰ λιοντάρια, σταὶς ράχαις στὰ βουνά; Σπηλιαὶς νὰ κατοικοῦμεν, νὰ βλέπωμεν κλαδιά, Νὰ φεύγωμ΄ ἀπ΄ τὸν Κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά. Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, Πατρίδα, καὶ Γονεῖς, Τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι΄ ὅλους τοὺς συγγενεῖς. Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή, Παρὰ σαράντα χρόνοι σκλαβιά, καὶ φυλακή. Τί σ΄ ὠφελεῖ ἂν ζήσης, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά, Στοχάσου πὼς σὲ ψένουν καθ΄ ὤραν στὴ φωτιά. Βεζύρης, Δραγουμάνος, Ἀφέντης κι΄ ἂν σταθῆς, Ὁ Τύραννος ἀδίκως, σὲ κάμει νὰ χαθῆς. Δουλεύεις ὂλ΄ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι΄ ἂν σοὶ πῆ, Κι΄ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῆ. Ὁ Σοῦτζος, κι΄ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής, Γγίκας, καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν΄ νὰ ἰδῆς. Ἀνδρεῖοι Καπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί, Σκοτώθηκαν κι΄ Ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί. Κι΄ ἀμέτρητ΄ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι, καὶ Ρωμιοί, Ζωήν, καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς καμμιὰ ΄φορμή. Ἐλᾶτε μ΄ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν, Νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν. Συμβούλο