Geisha:Τo λουλούδι της Ανατολής

 Πρόσωπα λευκά, αγαλμάτινα, με κόκκινο κραγιόν στα χείλη. Βαριά, πολύχρωμα κιμονό, και βεντάλιες που με το άνοιγμά τους καθηλώνουν τον παρατηρητή σε μια ατμόσφαιρα αυστηρά δραματική. Οι γκέισες, φιγούρες φτιαγμένες από συστατικά αθωότητας και ερωτισμού μαζί, γεννήθηκαν με την ευλογία της ομορφιάς και την κατάρα της σιωπής. 


 

Η μορφή τους εμφανίζεται πρώτη φορά στην Ιαπωνία στο μεταίχμιο του 16ου και του 17ου αιώνα όταν στις συνοικίες των πορνείων, εκεί όπου σύχναζαν οι πλούσιοι έμποροι, πέρα από τις πόρνες εργάζονταν και γυναίκες με μοναδικό τους ρόλο να ψυχαγωγούν τους άνδρες με χορό, μουσική και ποίηση και να σερβίρουν σάκε (το κλασικό αλκοολούχο ποτό των Ιαπώνων που παρασκευάζεται από ρύζι). Οι γυναίκες αυτές ονομάστηκαν «γκέισες» (gei = τέχνη, sha = άτομα), άτομα δηλαδή που υπηρετούν ή ασκούν τις τέχνες. Όρος που στη συνέχεια αποδόθηκε και σε άνδρες που με τις αστείες κινήσεις τους και τα τολμηρά ανέκδοτά τους διασκέδαζαν το κοινό («οτοκόνο γκέισες»). 





Οι γκέισες έπρεπε να είναι μορφωμένες, με λεπτούς τρόπους και ευγένεια, να διαθέτουν χιούμορ, να γνωρίζουν μορφές τέχνης και να μην αποκαλύπτουν ποτέ τα μυστικά τους. Έπρεπε να ξεχνούν πως κάτω από το κιμονό τους βρίσκεται μια γυναίκα ίδια με τις άλλες και να μη μοιράζονται ποτέ τα προβλήματα και τις ανησυχίες τους, παρά μόνο να ψυχαγωγούν το κοινό, με εξαγνισμένο τον ερωτισμό και οπωσδήποτε μη σαρκικό.

Για την εκπαίδευσή τους ο δρόμος περνούσε από τις συνοικίες της ηδονής: Από τη Σιμαμπάρα στο Κιότο, το Σινμασί στην Οζάκα μέχρι την πιο γνωστή Γιοσιουάρα στο Εντο (το παλιό Τόκιο). Πολλά κοριτσάκια, ακόμη και από την ηλικία των πέντε ετών, απορροφούνταν ή κατέληγαν εκεί (μεταξύ 1780-1790 και έπειτα από μια τρομακτική περίοδο φτώχειας και λιμού, πολλά κορίτσια από οικονομικά κατεστραμμένες οικογένειες οδηγήθηκαν εκεί) με σκοπό να μυηθούν στον κόσμο της γκέισας και να μάθουν μια τέχνη με σημαντικές απολαβές.


 
Στη συνοικία Γιοσιουάρα η μαθητεία ήταν γεμάτη από αδικίες, ταπεινώσεις και διακρίσεις. Αν κάποιο κορίτσι ήταν προικισμένο από τη φύση, θα είχε πρόσβαση στη γνώση και την πολυτέλεια, ενώ θα μάθαινε να τα βγάζει πέρα σε τιποτένιες δουλειές και εξευτελιστικές αγγαρείες, μεγαλώνοντας σε κάποιο σπίτι της αριστοκρατίας υπό τις διαταγές μιας εταίρας.

Τα όμορφα κορίτσια με κλίση στην τέχνη ακολουθούσαν έναν μεγάλο και επίπονο κύκλο εκπαίδευσης (τουλάχιστον πέντε χρόνια) για να γίνουν γκέισες, με γνώσεις πάνω στις τέχνες που κληροδότησε η αρχαία Ιαπωνία: Μουσική (να παίζουν σαμισέν, ένα είδος τρίχορδης κιθάρας), ικεμπάνα (η τέχνη της ανθοδεσίας), σανόγιου (η προγονική τελετουργία του τσαγιού), το παιχνίδι των αρωμάτων και φυσικά καλλιγραφία.

Μετά το τέλος της εκπαίδευσής τους και σε ηλικία πια 13-14 ετών, η καμούρο (όρος τον οποίο χρησιμοποιούσαν τα κορίτσια που υπηρετούσαν στην αυτοκρατορική αυλή) εισερχόταν στον κύκλο των εταίρων. Σιγά σιγά η μικρή καμούρο έπαιρνε ένα καινούριο όνομα (σίνσο) και καλούνταν πια να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των πελατών της (χορευτικές ή θεατρικές παραστάσεις, τελετουργίες τσαγιού, δεξιώσεις και περίπατοι, επαγγελματικά γεύματα και εγκαίνια εργοστασίων κ.λπ.) οι οποίοι προέρχονταν από την ελίτ, στην οποία δέσποζε η εξουσία και το χρήμα.

Φορώντας πολυτελή κιμονό, στολισμένη με τα ωραιότερα κοσμήματα, βαμμένη με τον παραδοσιακό τρόπο, με ξυρισμένα τα φρύδια και σχεδιασμένα με μολύβι και με τα μαλλιά δεμένα κότσο με φουρκέτες ή με την τοποθέτηση μιας περούκας, η γκέισα άγγιζε μια θεατρική τελειότητα. Κάτω από το πανάκριβο και μεταξωτό κιμονό της, ο αριθμός των μεσοφοριών που διακρίνονταν υποδήλωνε τον πλούτο και την κοινωνική τάξη και η όμπι, η υφασμάτινη ζώνη της που το στερέωνε θα υποδήλωνε, μεταγενέστερα, την αξία της ως εταίρας (γκέισας).  


Οι γκέισες εξαφανίζονται σιγά σιγά

Το 1900 περίπου, η συμπεριφορά των ανδρών προς τις γκέισες άλλαξε ριζικά. Αν και στην ιαπωνική κοινωνία η διάκρισή τους από τις πόρνες υπήρξε σαφής και ξεκάθαρη, οι γκέισες έπρεπε να έχουν πια τον πάτρονά τους. Έναν πλούσιο, δηλαδή, επιχειρηματία ή έναν πολιτικό ο οποίος θα συντηρούσε και θα πλήρωνε για το ρουχισμό τους, αλλά θα ήταν και εκείνος που θα έσφιγγε με περισσότερη δύναμη την όμπι για να εφαρμόσει καλύτερα το κιμονό της, ακόμη και αν χρειαζόταν η γκέισα να χάσει την ισορροπία της κατά το βάδισμά της. Ακόμη και το δέσιμο της όμπι υποδήλωνε, πια, τη θέση της γκέισας: Αν ήταν πόρνη υποχρεωμένη να γδύνεται πολλές φορές τη μέρα, ένα απλό δέσιμο μπροστά ήταν αρκετό. Για τη διακεκριμένη γκέισα όμως απαιτούνταν μια όμπι πολλών μέτρων δεμένη σοφά πίσω από την πλάτη από τα χέρια ενός ενδυματολόγου (οτοκόσου).

Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα το Γιοσιουάρα φιλοξένησε περισσότερες από 3.000 εταίρες. Με την επίσημη απαγόρευση της πορνείας στην Ιαπωνία, όμως, το 1957, ο αριθμός τους μειώθηκε δραματικά και το επάγγελμα τείνει πια προς εξαφάνιση. Σήμερα, στη συνοικία Γκιόν στο Κιότο που απέχει 500 χλμ. από το Τόκιο, βρίσκεται μια από τις πιο διάσημες σχολές για γκέισες. Το 1959 οι επαγγελματίες γκέισες ήταν 265, ενώ σήμερα είναι 91, σύμφωνα με την Ένωση των «Σπιτιών του Τσαγιού» της συνοικίας Γκιόν, και αυτές εκπαιδεύουν μόλις 52 νέες κοπέλες με τον παραδοσιακό τρόπο.

Οι σημερινές μάικο (μελλοντικές γκέισες), οι οποίες προσπαθούν να γίνουν γκέισες, το κάνουν μόνο από αγάπη για την παράδοση και ασκούν τις γνώσεις τους μόνο για κανέναν χρόνο...




Σχόλια