Είμαστε στο «Εμείς» και όχι στο «Εγώ»

 

Από αυτόν σας τον πατριωτισμόν και θυσίες μπήκετε σε σημαντικές θέσεις, γίνετε πρέσβες με χοντρούς μιστούς και με πλήθος σταυρούς. Οπότε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής· κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς, καθώς κλαίει η φώκια τον πνιγμένον- είναι τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιγμένον και κάθεται και τον τρώγει.

Εις την Αθήνα με δυο χιλιάδες ιππικό του Κιουτάγια και με πλήθος πεζικόν σκοτώθηκαν Έλληνες εφτακόσοι ή οχτακόσοι· μια εκλογή του Εκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου και συντροφιάς του εις την Μεσσηνίαν και Σπάρτη οι σκοτωμοί πέρασαν αυτόν τον αριθμόν. Και οι κάτοικοι καταφανίστηκαν κι από κατάστασιν κι από ζωντανά κι από δεντροφυτείες. Άσε τον Κωλέτη -ούτε γράφονται, ούτε θέλουν να γραφτούμε οι προκοπές του. Όμως αυτός δικαιολογείται, διότι η εδική σου η συντροφιά, κύριε Μαυροκορδάτε, άνοιξε αυτείνη τη στράτα. Και πόσοι χάθηκαν και χάνονται ως τη σήμερον και πόσοι θα χαθούνε ακόμα και εμείς δεν ξέρομεν. Ότι τα φώτα κι ο πατριωτισμός φαίνεται ως την σήμερον ολουνών.

Δείξατε τι πατριωτισμόν και τι εθνικά φρονήματα είχατε κ’ εσείς και οι σύντροφοί σας, οι ρήτορες σας οι φιλελεύτεροι, οι φόρτζα Σεπτεμβριανοί και Συνταματικοί, οπού άφριζαν εις το βήμα κ’ ενθουσίαζαν γενικώς τους Έλληνες -με λόγια παχιά και μ’ αγέρα. Τώρα αυτείνοι οι ρήτορες, οι φιλελεύτεροι, είναι όλοι σήμερον βουλευταί μ’ έλεος της Αυλής και των υπουργών. Τι κάνουν σήμερα αυτείνοι; Ότι κάμετε και σεις οι αρχηγοί τους. Ήσασταν πρώτα φιλελεύτεροι; (…) Προσκυνήσετε, αρνηθήκετε όλα όσα κάμετε· όλα όσα είπετε σας βάλαν και τα γλύψετε σα να μην τα είπετε, και τότε κάμαν έλεος και σας βγάλαν βουλευτάς· και λάβετε την διαταγή και οδηγίες του Ντεληγιάννη και πάτε πρέσβες οι Εκλαμπρότητές σας. Και οι ρήτορές σας ρητορεύουν εις το βήμα κι ότι νομοσχέδια δίνουν οι υπουργοί, «σοί Κύριε». Τέτοιοι είστε εσείς, τέτοιοι είναι οι οπαδοί σας. Φανήκατε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε εις την πατρίδα αρχή και τέλος.

Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν· κι είστε ότι είστε. Ήσασταν ότι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι τον Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν το τίτλο του «Γκαρανσινιόρη». Όσο έλεπαν το τζαμί εις την Βγιέννα σκιάζονταν κι έτρεμαν να μη πάγη και παραμέσα και φκειάση κι άλλα τζαμιά. Κι από αυτόν τον φόβο κάποτε του πλέρωναν και φόρο. 

Κι όταν βήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίση τζαμιά, ότι θα πέφτουν κι αυτά οπού έχει, από τότε τον λένε «ο Τούρκος». Και δι’ αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν. Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξη μ’ έργα, ας είστε καλά εσείς οπού δεν αφήσετε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους οπού είμαστε (…).

Εγώ είμαι απλά ιδιώτης και κηπουργός κι έγραψα αυτά χωρίς πάθος δια να φαίνονται, να μην κατηγοριέται η πατρίδα. Εσείς λοιπόν, αναγνώστες, κι όλοι οι πατριώτες, οπού θα ζήσετε εδώ, να γένετε προσεχτικοί κριταί και να κρίνετε την αλήθεια και το ψέμα.

Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, τόχουν σε δόξα, τόχουν σε τιμή, τόχουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι έφεραν τόσα κακά στην πατρίδα. Είναι άξιοι οι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι, κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας.

Αυτά δεν τα λέγω εγώ μοναχός, τα λέγει όλο το κοινό και οι ‘φημερίδες. Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρω να βλέπω το άδικον να πνίγη το δίκιον. Δια ’κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω (…). Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμη νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώση από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κ’ εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγώτερο από τον χερώτερον πατριώτη μου Έλληνα

Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα -ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ» ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθένας «εγώ»; 

Όταν αγωνιστή μόνος του να φκειάση ή χαλάση, να λέγη εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζωνται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε· «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες». 

Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και νάχουν την επιρροή για ικανότη.

Στρατηγός
Μακρυγιάννης

«Απομνημονεύματα»

Σχόλια