Σουλιώτισσες
Έργο: Σουλιώτισσες
Ζωγράφος: Ary Scheffer (1827)
Οι σχέσεις των φύλων στο περήφανο και αδούλωτο Σούλι ήταν διαφορετικές απ΄ ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Θύμιζαν τη θέση της γυναίκας στην αρχαία Σπάρτη. Οι άντρες σέβονταν τις γυναίκες τους και συχνά ζητούσαν τη γνώμη τους, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιστάσεις. Οι σεβαστότερες απ΄ αυτές αναλάμβαναν το ρόλο του διαιτητή σε διαμάχες μεταξύ των ανδρών. Αντίθετα, ουδέποτε άνδρες ανακατεύονταν σε γυναικείους καβγάδες.
Μερικές καπετάνισσες έπαιρναν μέρος στα στρατιωτικά συμβούλια, όπου οι γνώμες τους υπολογίζονταν όσο και των καπεταναίων. Στο σπίτι, τέλος, οι γυναίκες ήταν οι αδιαμφισβήτητες αφέντρες. Οι Σουλιώτισσες, πέρα από το νοικοκυριό, έπαιρναν όλες μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου ο ρόλος τους ήταν, σε πρώτη φάση, εφεδρικός και βοηθητικός Όταν όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν, οι γυναικείες εφεδρείες ρίχνονταν στη μάχη, άλλοτε κατρακυλώντας βράχους πάνω στον εχθρό, άλλοτε περιβρέχοντάς τον με καυτά βόλια, άλλοτε ορμώντας μπροστά με το σπαθί στο χέρι.
Ο «Χορός του Ζαλόγγου» (παραμονές Χριστουγέννων 1803) αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτιμά το θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία.
Τη γυναίκα-ηρωίδα που «της Ελευθερίας ο έρως» τη σπρώχνει να θυσιάσει τον εαυτό της και τα παιδιά της, να αποχαιρετήσει παντοτινά «τη γλυκιά ζωή» και τη «δύστυχη πατρίδα». «Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά / κ’ οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά». Η πρώτη σέρνει το χορό, φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού, πηδάει και χάνεται στα βάθη του. Την ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο, πάντα τραγουδώντας και χορεύοντας, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη…
Γύρω ακούγεται το μουγκρητό του ανέμου, που στροβιλίζει το χιόνι κι ανακατεύεται με το τραγούδι...
Την ίδια χρονική στιγμή (Δεκ. 1803), η Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς, μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο, για να μην παραδοθούν στον εχθρό.
Από τις Σουλιώτισσες ξεχώρισαν άλλες δυο, οι οποίες υπήρξαν οι διασημότερες από τις άλλες, καταφέρνοντας να περάσουν τα ονόματά τους στο δημοτικό τραγούδι κι από εκεί στη σφαίρα του θρύλου. Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, κατέχει τον τίτλο της «γυναίκας του Σουλίου». Ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη ηρωίδα του Σουλίου. Με βαριά καρδιά έδωσε στο χέρι του αιμοβόρου Αλή Πασά τον πρωτότοκο γιο της Φώτο, για θυσία, και έβαλε πάνω από τον ίδιο της το γιο την αγάπη της για την πατρίδα. «Το παιδί μου είναι παιδί του Σουλίου και σα γλιτώσει το Σούλι γλιτώνει και το παιδί μου», είπε χαρακτηριστικά στον πασά.
Μια άλλη γυναίκα φυσιογνωμία που ξεχώρισε ήταν η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου. Το όνομά της είχε πρωτακουστεί στον πόλεμο του 1792, όπου ο ηρωισμός της, μας πληροφορούν ξένοι διπλωμάτες την εποχή εκείνη στην κατεχόμενη Ελλάδα, προκαλούσε το σεβασμό και το θαυμασμό των συμπατριωτών της. Πρώτη έτρεχε στη μάχη, συχνά δίπλα στους άντρες, συχνότερα μπροστά απ’ αυτούς. Η ηρωίδα αυτή άγγιξε το απόγειο της δόξας της στη δραματική τριετία 1800-1803, «καμιά γυναίκα δεν αναδείχθηκε όσο η Χάιδω», βεβαιώνει ο Γερμανός Μπαρτόλντι
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου