Ομίχλη στο Παράθυρο
Hθελα να σου γράψω λίγα λόγια για ένα απ’ τα ποιήματα που εδώ και πολλά χρόνια έχει κερδίσει την προσοχή μου. Το ποίημα φέρει τον τίτλο “Am Fenster” (Στο Παράθυρο) και ανήκει στη Hildegard Maria Rauchfuß, ποιήτρια, συγγραφέα και δημοσιογράφο απ’ το Leipzig της άλλοτε Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (γνωστότερη ως Ανατολική Γερμανία). Διαβάζοντας στα γρήγορα τη βιογραφία της Rauchfuß σκόνταψα σ’ εκείνο στο σημείο που έγραφε ότι ενώ κουβαλούσε στην τσάντα της το σπρέι για το άσθμα, στο χέρι της, σχεδόν πάντα, κρατούσε με κομψότητα ένα τσιγάρο.
Το ποίημα πιθανότατα θα ήταν σήμερα άγνωστο, θαμμένο παρέα με δεκάδες παρόμοια στα ράφια κάποιας βιβλιοθήκης, αν δεν είχε μελοποιηθεί απ’ τους City, ροκ συγκρότημα επίσης απ’ την Ανατολική Γερμανία. Οι στίχοι του τραγουδιού (εκτός από έναν) ταυτίζονται με αυτούς του ποιήματος και στη Γερμανική έχουν ως εξής:
Einmal wissen, dies bleibt für immer
Ist nicht Rausch, der schon die Nacht verklagt
Ist nicht Farbenschmelz noch Kerzenschimmer
Von dem Grau des Morgens längst verjagt
Einmal fassen, tief im Blute fühlen
Dies ist mein und es ist nur durch dich
Nicht die Stirne mehr am Fenster kühlen
Dran ein Nebel schwer vorüber strich
Einmal fassen tief im Blute fühlen
Dies ist mein und es ist nur durch dich
[original poem:
Einmal wirklich fassen und nie wieder
alles geben müssen, was man hält]
Klagt ein Vogel, ach auch mein Gefieder
Näßt der Regen flieg ich durch die Welt
Flieg ich durch die Welt
Am Fenster, by Hildegard Maria Rauchfuß
Η ιστορία του τραγουδιού αναφέρει τα ακόλουθα:
Ήταν το 1974 όταν ο βουλγαρικής καταγωγής Georgi Gogow και ο Klaus Selmke πειραματίζονταν με την μουσική των δημοτικών τραγουδιών της Βουλγαρίας. Ο Gogow έπαιζε βιολί, ενώ ο τραγουδιστής Emil Bogdanow διάβαζε την ποιητική συλλογή Versuch es mit der kleinen Liebe της Γερμανίδας ποιήτριας Hildegard Maria Rauchfuß, που περιείχε τους στίχους Am Fenster. Η μουσική έδεσε με τους στίχους και οι City άρχισαν να παίζουν το τραγούδι στις συναυλίες τους. Η δισκογραφική τους εταιρεία όμως αρνήθηκε να το ηχογραφήσει, διότι είχε μεγάλη διάρκεια επτά λεπτών, και επιπλέον καινοτομούσαν με τη χρήση βιολιού που δεν συνηθίζονταν τότε. Ο Bogdanow απέδρασε από την Ανατολική Γερμανία και πήγε στη Σουηδία. Αντικαταστάτης του στο συγκρότημα έγινε ο Toni Krahl, ο οποίος έκανε πρόβα το τραγούδι, το ηχογράφησε μόνος του, και έστειλε κασέτες σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το κομμάτι έγινε αμέσως μεγάλη επιτυχία και τελικά κυκλοφόρησε ως single το 1977, και ως maxi single το 1978. Στην Αθήνα έγινε γνωστό από πειρατικό ραδιοσταθμό που το έπαιζε όλη την ημέρα και έγινε ανάρπαστο.
Όταν λοιπόν πρωτάκουσα το τραγούδι των City, κάπου 20 χρόνια πριν, αναζήτησα απεγνωσμένα τους στίχους του. Το διαδίκτυο στα φοιτητικά μου χρόνια ήταν φτωχό. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν blogs ούτε κοινωνικά δίκτυα, τα forums εστίαζαν κυρίως σε επιστημονικά θέματα, κι ο ηλεκτρονικός ωκεανός της πληροφορίας ήταν συγκριτικά μια ρηχή λίμνη. Είχα όμως την τύχη να έχω επαφές με συμφοιτητές ομογενείς απ’ τη Γερμανία και έτσι κατόρθωσα να έχω μια λέξη-προς-λέξη μετάφραση.
Όπως φαίνεται, ο κραυγαλέος μινιμαλισμός και η χαλαρή χρήση γραμματικών και συντακτικών κανόνων της Γερμανικής γλώσσας, κάνουν δύσκολο το έργο κάποιου να ταυτοποιήσει με βεβαιότητα αυτό για το οποίο γίνεται λόγος στο ποίημα. Διαβάζοντας εκείνο το καιρό την πρόχειρη μετάφραση, είχα καταλήξει πως το ποίημα κάνει λόγο για το πάθος και πως αυτό μετουσιώνεται σε λύπη, αγανάκτηση κι απογοήτευση όταν αδυνατεί να βρει διέξοδο· εκείνο το πάθος συγκεκριμένα που σέρνει πίσω της κάθε ανεκπλήρωτη επιθυμία. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καταλληλότερο συναίσθημα που ν’ αντιπροσωπεύεται απ’ το στίχο “Τούτο ανήκει σε μένα κι υπάρχει μοναχά μέσ’ από σένα”. Κάπως γενικευμένη αυτή η αναφορά μεν, ανταποκρίνονταν άψογα δε στο μινιμαλισμό των στίχων. Κι ως πάθος δεν θα μπορούσε να είναι παρά η ερωτική ή συναισθηματική επαφή μεταξύ ανθρώπων. Σ’ εκείνη τη διάσταση, μ’ άλλα λόγια, της ανθρώπινης επικοινωνίας όπου υπάρχει ουσιαστική αλληλεπίδραση (σύγκρουση ή ταύτιση) των εσωτερικών κόσμων.
Tα χρόνια πέρασαν, η λίμνη του διαδικτύου έγινε ωκεανός κι έτσι κατάφερα να συλλέξω περισσότερες πληροφορίες για τους στίχους. Συνειδητοποίησα με τον καιρό πως κάποιες λέξεις στο ποίημα έχουν διπλή σημασία· όπως η λέξη Rausch που μεταφράζεται μεν ως “θόρυβος”, έχει δε και αυτή την έννοια της μέθης ή της έκστασης. Λέξεις που κι αυτές είναι συνδεδεμένες με το πάθος. Με τη βοήθεια του διαδικτύου και αναλύσεων από Γερμανούς φιλόλογους, κατάλαβα πως το ποίημα όχι μόνο δεν αναλώνεται σε μια ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση, μα είναι γραμμένο να ερμηνευτεί όπως το επιθυμεί ο αναγνώστης του. Κι εκεί θαρρώ οφείλει την ομορφιά του. Παράλληλα, οι ατελείς του φράσεις σε συνδυασμό με τις μινιμαλιστικές εικόνες του, κάνουν το ποίημα ειρωνικά διαχρονικό.
Ιδού λοιπόν μια ακόμη απόπειρα (ελεύθερης κι απεγνωσμένης) μετάφρασης του ποιήματος:
Άπαξ γίνει γνωστό, ριζώνει παντοτινά
Δεν είναι μέθη που τη νύχτα αποζητά
Δεν είναι ξέθωρα χρώματα μήτε λαμπύρισμα κεριών
κυνηγημένο απ’ το γκρίζο του πρωινού
Άπαξ γραπωθεί, κυλά βαθιά στο αίμα
Τούτο ανήκει σε μένα κι υπάρχει μοναχά μέσ’ από σένα
Ανήμπορο πλέον το μέτωπο να δροσιστεί στο παράθυρο
καθώς παχιά απλώνεται ομίχλη
Άπαξ γραπωθεί, κυλά βαθιά στο αίμα
Τούτο ανήκει σε μένα κι υπάρχει μοναχά μέσ’ από σένα
[στο πρωτότυπο ποίημα:
Άπαξ γραπωθεί αληθινά, ποτέ δεν πρέπει
ν’ επιστρέψει κανείς αυτό που κρατά]
Στενάζει ένα πουλί, αχ το φτέρωμά μου
παρότι μουσκεύει η βροχή, μες στον κόσμο πετώ
Μέσα στον κόσμο πετώ
Στο Παράθυρο, της Hildegard Maria Rauchfuß (μετάφρ. Aleh)
Κάνοντας μια μικρή παρένθεση, μπορώ να πω πως είναι δύσκολο έργο η μετάφραση κι ακόμη δυσκολότερη η μετάφραση ποίησης. Δεν είναι τόσο η γνώση δυο γλωσσών (το διαδίκτυο βοηθά πολύ σήμερα), όσο ότι απαιτεί απ’ το μεταφραστή να αναπαράγει μέσα του την ψυχολογία του ποιητή. Μόνο έτσι είναι δυνατό ν’ αναζητήσει ο πρώτος τις σωστές λέξεις, εκείνες που αποδίδουν το ύφος του πρωτότυπου. Αν μη τι άλλο, απ’ αυτό το μίνι-πρότζεκτ έμαθα να εκτιμώ βαθύτερα το έργο του μεταφραστή. Αν και επιδίωξα ευλαβικά να μην ξεφύγω απ’ την ακριβή μετάφραση, δεν θα μπορέσω ποτέ να πω πως είναι σε θέση ν’ αποδώσει το ύφος του πρωτότυπου.
Eπειτα από πολλά χρόνια, η ερμηνεία που έχω σήμερα διαφέρει αρκετά από εκείνη που ‘χα αρχικά. Έχω βεβαιωθεί πλέον, όπως έγραψα, πως το ποίημα δε μιλά απλά για πάθος. Άλλωστε η ίδια η ποιήτρια το αναφέρει στους πρώτους στίχους. Το παράθυρο της Rauchfuß δεν μπορεί παρά να είναι είτε μια εικόνα του έξω κόσμου, ή από μια άλλη οπτική, ένας καθρέφτης του ψυχισμού του. Όποιος κι αν είναι ο συμβολισμός, η αλήθεια είναι πως εκεί πλάι στο παράθυρο διαδραματίζεται μια κατάσταση έξαρσης. Είναι το σημείο στο οποίο ο καθένας από μας συναντά τα σύνορα του ψυχισμού του.
Στην περίπτωση που το παράθυρο λειτουργεί ως εικόνα του έξω κόσμου, τότε περιγράφει τα σύνορα ανάμεσα στον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο. Ως σύνορο όμως έχει δυναμική και λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας. Άρα, το παράθυρο, από μια απλή εικόνα, γίνεται σύμβολο επικοινωνίας. Σε ποιόν άραγε ανήκουν αυτά τα σύνορα, και ποιος τα ελέγχει; Στην περίπτωση που υπάρχει φυσικός, πολιτικοοικονομικός, ή κοινωνικός περιορισμός (για παράδειγμα αντίστοιχος μ’ εκείνο στα χρόνια της Ανατολικής Γερμανίας) είναι φανερό πως ο έλεγχος ανήκει στον έξω κόσμο. Περιορισμός είναι φυσικά κι όταν, λόγου χάρη, κάποιος έχει ανατομική δυσκολία στο περπάτημα. Και σ’ αυτή την περίπτωση ο περιορισμός επιβάλλεται απ’ την ίδια τη φύση και άρα ανήκει στον εξωτερικό κόσμο. Η ομίχλη που περιγράφεται στο ποίημα δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από μια αφαίρεση της έννοιας του εξωτερικού περιορισμού.
Αντίθετα, αν το παράθυρο λειτουργεί ως καθρέπτης, τότε προφανώς θα περιγράφει τα όρια και τις αντοχές κάποιου. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει την ομίχλη με τα χνώτα που θολώνουν το τζάμι. Η ομίχλη εδώ θα μπορούσε να συμβολίζει την αδυναμία κάποιου να επικοινωνήσει με τον εαυτό του ή ακόμη και να τον αγαπήσει (αυτοεκτίμηση). Η έννοια του συνόρου υπάρχει και εδώ, κι ο έλεγχος προφανώς ανήκει στα έσω. Τα εσωτερικά σύνορα γίνονται πάντα αντιληπτά κοιτάζοντας προς τα έξω, αλληλεπιδρώντας με τον έξω κόσμο. Ας μη ξεχνάμε πως πάντα μαθαίνει κανείς κοιτώντας προς τα έξω, ενώ λογίζεται κοιτώντας προς τα έσω. Έτσι οι δύο κόσμοι είναι στενά δεμένοι σε μια σχέση που κουβαλάει μέσα της σύγκρουση ή ταύτιση, άπωση ή έλξη. Όπως και κάθε σχέση άλλωστε.
Όποια κι αν είναι τα σύνορα, άλλοτε αυτά είναι ξεκάθαρα κι άλλοτε όχι. Άλλες φορές ελέγχονται εσωτερικά κι άλλες απ’ τον έξω κόσμο. Μα όταν γίνουν αντιληπτά, ριζώνουν βαθιά. Και το παράθυρο μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, εκεί όπου συγκρούεται ο εσωτερικός κόσμος με αυτόν εκεί έξω.
Σήμερα πιστεύω πως η Hildegard Maria Rauchfuß στο ποίημα της ήθελε να μιλήσει στους συμπολίτες της για το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας. Μα ήταν αδύνατο να γράψει κάτι τόσο εκκωφαντικό δίχως να βρει καταφύγιο μέσα στην ασάφεια του μινιμαλισμού. Και για να το καταλάβει κανείς αυτό, θα πρέπει να κάνει μια μικρή βουτιά στα χρόνια εκείνα…
Tα χρόνια πέρασαν και οι καιροί άλλαξαν. Οι αποδράσεις συνεχίζονται, μόνο που άλλαξε η γεωγραφία τους. Η Ανατολική Γερμανία αποτελεί μια ανάμνηση στην οποία οι κάτοικοι της αναφέρονται με τη λέξη “Ostalgia”, μια λέξη που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «θολή μελαγχολία». Σήμερα πολίτες και πολιτικοί χωρών του άλλοτε Συμφώνου της Βαρσοβίας κάνουν λόγο για φράχτες.
Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, τα μέσα επικοινωνίας προσφέρουν πλέον τη δυνατότητα στους ανθρώπους να έρθουν σε επαφή κάθε στιγμή. Κι ενώ τα πρώτα βελτιστοποιούνται, αναρωτιέται κανείς αν ισχύει το ίδιο για την ποιότητα και το βάθος της επικοινωνίας. Η ομίχλη μπορεί, πλέον, να μην είναι φτιαγμένη απ’ τα ίδια υλικά με αυτά του Τείχους του Βερολίνου, μα είναι εκεί. Η πληθώρα (κατά κόρον άχρηστης) πληροφορίας και ο τρόπος (που δε μάθαμε) να τη διαχειριζόμαστε, η καταιγιστική παραπληροφόρηση από ολούθε, οι ρηχές, εφήμερες και εικονικές σχέσεις των κοινωνικών δικτύων, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν όλα συστατικά μιας νέας μορφής «ψηφιακής» ομίχλης που κρατά εγκλωβισμένη πίσω απ’ τα παράθυρα μια γενιά ανθρώπων. Μάλιστα εκείνης της γενιάς που ήρθε πρώτη αντιμέτωπη με μια έκρηξη πληροφορίας.
Η ομίχλη θα υπάρχει πάντα, μέσα ή γύρω μας. Όσο θα υπάρχει και το ποίημα της Rauchfuß, να θυμίζει πως και το παράθυρο θα είναι πάντα εκεί.
Κλείνω με μια (μάλλον σπάνια) εκδοχή του τραγουδιού των City, σε ελεύθερη μετάφραση στην Αγγλική. Οι στίχοι δεν υπάρχουν πουθενά διαθέσιμοι, κι έτσι κατέφυγα στο επίσης δύσκολο έργο της απομαγνητοφώνησης. Ίσως σε κάποια σημεία να έχω κάνει λάθος. Κάθε διόρθωση είναι περισσότερο από καλοδεχούμενη. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες αυτής της διασκευής· απ’ τη φωνή του τραγουδιστή υποθέτω πως είναι κι αυτή των City. Once known, it stays as scene for ever
Night will fill my senses with that sound
No color bleeds nor candle light will shimmer
Chased away when morning swings around
Once seized it stays deep in your blood
This is mine but only through you
Catch it in your brow against the window
A heavy mist is always passing through, yeah
Look in my soul, come again, that is love
Once seized it stays deep in your blood
This is mine but only through you
A bird laments its broken wing(?) and feathers
who through rain and wind it shuffled and flew
A crestel (kestrel?) wouldn’t have fly low (x3)
A crestel would have fly
I can feel it…
Feel my soul…
Το ποίημα πιθανότατα θα ήταν σήμερα άγνωστο, θαμμένο παρέα με δεκάδες παρόμοια στα ράφια κάποιας βιβλιοθήκης, αν δεν είχε μελοποιηθεί απ’ τους City, ροκ συγκρότημα επίσης απ’ την Ανατολική Γερμανία. Οι στίχοι του τραγουδιού (εκτός από έναν) ταυτίζονται με αυτούς του ποιήματος και στη Γερμανική έχουν ως εξής:
Einmal wissen, dies bleibt für immer
Ist nicht Rausch, der schon die Nacht verklagt
Ist nicht Farbenschmelz noch Kerzenschimmer
Von dem Grau des Morgens längst verjagt
Einmal fassen, tief im Blute fühlen
Dies ist mein und es ist nur durch dich
Nicht die Stirne mehr am Fenster kühlen
Dran ein Nebel schwer vorüber strich
Einmal fassen tief im Blute fühlen
Dies ist mein und es ist nur durch dich
[original poem:
Einmal wirklich fassen und nie wieder
alles geben müssen, was man hält]
Klagt ein Vogel, ach auch mein Gefieder
Näßt der Regen flieg ich durch die Welt
Flieg ich durch die Welt
Am Fenster, by Hildegard Maria Rauchfuß
Η ιστορία του τραγουδιού αναφέρει τα ακόλουθα:
Ήταν το 1974 όταν ο βουλγαρικής καταγωγής Georgi Gogow και ο Klaus Selmke πειραματίζονταν με την μουσική των δημοτικών τραγουδιών της Βουλγαρίας. Ο Gogow έπαιζε βιολί, ενώ ο τραγουδιστής Emil Bogdanow διάβαζε την ποιητική συλλογή Versuch es mit der kleinen Liebe της Γερμανίδας ποιήτριας Hildegard Maria Rauchfuß, που περιείχε τους στίχους Am Fenster. Η μουσική έδεσε με τους στίχους και οι City άρχισαν να παίζουν το τραγούδι στις συναυλίες τους. Η δισκογραφική τους εταιρεία όμως αρνήθηκε να το ηχογραφήσει, διότι είχε μεγάλη διάρκεια επτά λεπτών, και επιπλέον καινοτομούσαν με τη χρήση βιολιού που δεν συνηθίζονταν τότε. Ο Bogdanow απέδρασε από την Ανατολική Γερμανία και πήγε στη Σουηδία. Αντικαταστάτης του στο συγκρότημα έγινε ο Toni Krahl, ο οποίος έκανε πρόβα το τραγούδι, το ηχογράφησε μόνος του, και έστειλε κασέτες σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το κομμάτι έγινε αμέσως μεγάλη επιτυχία και τελικά κυκλοφόρησε ως single το 1977, και ως maxi single το 1978. Στην Αθήνα έγινε γνωστό από πειρατικό ραδιοσταθμό που το έπαιζε όλη την ημέρα και έγινε ανάρπαστο.
Όταν λοιπόν πρωτάκουσα το τραγούδι των City, κάπου 20 χρόνια πριν, αναζήτησα απεγνωσμένα τους στίχους του. Το διαδίκτυο στα φοιτητικά μου χρόνια ήταν φτωχό. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν blogs ούτε κοινωνικά δίκτυα, τα forums εστίαζαν κυρίως σε επιστημονικά θέματα, κι ο ηλεκτρονικός ωκεανός της πληροφορίας ήταν συγκριτικά μια ρηχή λίμνη. Είχα όμως την τύχη να έχω επαφές με συμφοιτητές ομογενείς απ’ τη Γερμανία και έτσι κατόρθωσα να έχω μια λέξη-προς-λέξη μετάφραση.
Όπως φαίνεται, ο κραυγαλέος μινιμαλισμός και η χαλαρή χρήση γραμματικών και συντακτικών κανόνων της Γερμανικής γλώσσας, κάνουν δύσκολο το έργο κάποιου να ταυτοποιήσει με βεβαιότητα αυτό για το οποίο γίνεται λόγος στο ποίημα. Διαβάζοντας εκείνο το καιρό την πρόχειρη μετάφραση, είχα καταλήξει πως το ποίημα κάνει λόγο για το πάθος και πως αυτό μετουσιώνεται σε λύπη, αγανάκτηση κι απογοήτευση όταν αδυνατεί να βρει διέξοδο· εκείνο το πάθος συγκεκριμένα που σέρνει πίσω της κάθε ανεκπλήρωτη επιθυμία. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καταλληλότερο συναίσθημα που ν’ αντιπροσωπεύεται απ’ το στίχο “Τούτο ανήκει σε μένα κι υπάρχει μοναχά μέσ’ από σένα”. Κάπως γενικευμένη αυτή η αναφορά μεν, ανταποκρίνονταν άψογα δε στο μινιμαλισμό των στίχων. Κι ως πάθος δεν θα μπορούσε να είναι παρά η ερωτική ή συναισθηματική επαφή μεταξύ ανθρώπων. Σ’ εκείνη τη διάσταση, μ’ άλλα λόγια, της ανθρώπινης επικοινωνίας όπου υπάρχει ουσιαστική αλληλεπίδραση (σύγκρουση ή ταύτιση) των εσωτερικών κόσμων.
Tα χρόνια πέρασαν, η λίμνη του διαδικτύου έγινε ωκεανός κι έτσι κατάφερα να συλλέξω περισσότερες πληροφορίες για τους στίχους. Συνειδητοποίησα με τον καιρό πως κάποιες λέξεις στο ποίημα έχουν διπλή σημασία· όπως η λέξη Rausch που μεταφράζεται μεν ως “θόρυβος”, έχει δε και αυτή την έννοια της μέθης ή της έκστασης. Λέξεις που κι αυτές είναι συνδεδεμένες με το πάθος. Με τη βοήθεια του διαδικτύου και αναλύσεων από Γερμανούς φιλόλογους, κατάλαβα πως το ποίημα όχι μόνο δεν αναλώνεται σε μια ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση, μα είναι γραμμένο να ερμηνευτεί όπως το επιθυμεί ο αναγνώστης του. Κι εκεί θαρρώ οφείλει την ομορφιά του. Παράλληλα, οι ατελείς του φράσεις σε συνδυασμό με τις μινιμαλιστικές εικόνες του, κάνουν το ποίημα ειρωνικά διαχρονικό.
Ιδού λοιπόν μια ακόμη απόπειρα (ελεύθερης κι απεγνωσμένης) μετάφρασης του ποιήματος:
Άπαξ γίνει γνωστό, ριζώνει παντοτινά
Δεν είναι μέθη που τη νύχτα αποζητά
Δεν είναι ξέθωρα χρώματα μήτε λαμπύρισμα κεριών
κυνηγημένο απ’ το γκρίζο του πρωινού
Άπαξ γραπωθεί, κυλά βαθιά στο αίμα
Τούτο ανήκει σε μένα κι υπάρχει μοναχά μέσ’ από σένα
Ανήμπορο πλέον το μέτωπο να δροσιστεί στο παράθυρο
καθώς παχιά απλώνεται ομίχλη
Άπαξ γραπωθεί, κυλά βαθιά στο αίμα
Τούτο ανήκει σε μένα κι υπάρχει μοναχά μέσ’ από σένα
[στο πρωτότυπο ποίημα:
Άπαξ γραπωθεί αληθινά, ποτέ δεν πρέπει
ν’ επιστρέψει κανείς αυτό που κρατά]
Στενάζει ένα πουλί, αχ το φτέρωμά μου
παρότι μουσκεύει η βροχή, μες στον κόσμο πετώ
Μέσα στον κόσμο πετώ
Στο Παράθυρο, της Hildegard Maria Rauchfuß (μετάφρ. Aleh)
Κάνοντας μια μικρή παρένθεση, μπορώ να πω πως είναι δύσκολο έργο η μετάφραση κι ακόμη δυσκολότερη η μετάφραση ποίησης. Δεν είναι τόσο η γνώση δυο γλωσσών (το διαδίκτυο βοηθά πολύ σήμερα), όσο ότι απαιτεί απ’ το μεταφραστή να αναπαράγει μέσα του την ψυχολογία του ποιητή. Μόνο έτσι είναι δυνατό ν’ αναζητήσει ο πρώτος τις σωστές λέξεις, εκείνες που αποδίδουν το ύφος του πρωτότυπου. Αν μη τι άλλο, απ’ αυτό το μίνι-πρότζεκτ έμαθα να εκτιμώ βαθύτερα το έργο του μεταφραστή. Αν και επιδίωξα ευλαβικά να μην ξεφύγω απ’ την ακριβή μετάφραση, δεν θα μπορέσω ποτέ να πω πως είναι σε θέση ν’ αποδώσει το ύφος του πρωτότυπου.
Eπειτα από πολλά χρόνια, η ερμηνεία που έχω σήμερα διαφέρει αρκετά από εκείνη που ‘χα αρχικά. Έχω βεβαιωθεί πλέον, όπως έγραψα, πως το ποίημα δε μιλά απλά για πάθος. Άλλωστε η ίδια η ποιήτρια το αναφέρει στους πρώτους στίχους. Το παράθυρο της Rauchfuß δεν μπορεί παρά να είναι είτε μια εικόνα του έξω κόσμου, ή από μια άλλη οπτική, ένας καθρέφτης του ψυχισμού του. Όποιος κι αν είναι ο συμβολισμός, η αλήθεια είναι πως εκεί πλάι στο παράθυρο διαδραματίζεται μια κατάσταση έξαρσης. Είναι το σημείο στο οποίο ο καθένας από μας συναντά τα σύνορα του ψυχισμού του.
Στην περίπτωση που το παράθυρο λειτουργεί ως εικόνα του έξω κόσμου, τότε περιγράφει τα σύνορα ανάμεσα στον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο. Ως σύνορο όμως έχει δυναμική και λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας. Άρα, το παράθυρο, από μια απλή εικόνα, γίνεται σύμβολο επικοινωνίας. Σε ποιόν άραγε ανήκουν αυτά τα σύνορα, και ποιος τα ελέγχει; Στην περίπτωση που υπάρχει φυσικός, πολιτικοοικονομικός, ή κοινωνικός περιορισμός (για παράδειγμα αντίστοιχος μ’ εκείνο στα χρόνια της Ανατολικής Γερμανίας) είναι φανερό πως ο έλεγχος ανήκει στον έξω κόσμο. Περιορισμός είναι φυσικά κι όταν, λόγου χάρη, κάποιος έχει ανατομική δυσκολία στο περπάτημα. Και σ’ αυτή την περίπτωση ο περιορισμός επιβάλλεται απ’ την ίδια τη φύση και άρα ανήκει στον εξωτερικό κόσμο. Η ομίχλη που περιγράφεται στο ποίημα δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από μια αφαίρεση της έννοιας του εξωτερικού περιορισμού.
Αντίθετα, αν το παράθυρο λειτουργεί ως καθρέπτης, τότε προφανώς θα περιγράφει τα όρια και τις αντοχές κάποιου. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει την ομίχλη με τα χνώτα που θολώνουν το τζάμι. Η ομίχλη εδώ θα μπορούσε να συμβολίζει την αδυναμία κάποιου να επικοινωνήσει με τον εαυτό του ή ακόμη και να τον αγαπήσει (αυτοεκτίμηση). Η έννοια του συνόρου υπάρχει και εδώ, κι ο έλεγχος προφανώς ανήκει στα έσω. Τα εσωτερικά σύνορα γίνονται πάντα αντιληπτά κοιτάζοντας προς τα έξω, αλληλεπιδρώντας με τον έξω κόσμο. Ας μη ξεχνάμε πως πάντα μαθαίνει κανείς κοιτώντας προς τα έξω, ενώ λογίζεται κοιτώντας προς τα έσω. Έτσι οι δύο κόσμοι είναι στενά δεμένοι σε μια σχέση που κουβαλάει μέσα της σύγκρουση ή ταύτιση, άπωση ή έλξη. Όπως και κάθε σχέση άλλωστε.
Όποια κι αν είναι τα σύνορα, άλλοτε αυτά είναι ξεκάθαρα κι άλλοτε όχι. Άλλες φορές ελέγχονται εσωτερικά κι άλλες απ’ τον έξω κόσμο. Μα όταν γίνουν αντιληπτά, ριζώνουν βαθιά. Και το παράθυρο μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, εκεί όπου συγκρούεται ο εσωτερικός κόσμος με αυτόν εκεί έξω.
Σήμερα πιστεύω πως η Hildegard Maria Rauchfuß στο ποίημα της ήθελε να μιλήσει στους συμπολίτες της για το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας. Μα ήταν αδύνατο να γράψει κάτι τόσο εκκωφαντικό δίχως να βρει καταφύγιο μέσα στην ασάφεια του μινιμαλισμού. Και για να το καταλάβει κανείς αυτό, θα πρέπει να κάνει μια μικρή βουτιά στα χρόνια εκείνα…
Tα χρόνια πέρασαν και οι καιροί άλλαξαν. Οι αποδράσεις συνεχίζονται, μόνο που άλλαξε η γεωγραφία τους. Η Ανατολική Γερμανία αποτελεί μια ανάμνηση στην οποία οι κάτοικοι της αναφέρονται με τη λέξη “Ostalgia”, μια λέξη που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «θολή μελαγχολία». Σήμερα πολίτες και πολιτικοί χωρών του άλλοτε Συμφώνου της Βαρσοβίας κάνουν λόγο για φράχτες.
Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, τα μέσα επικοινωνίας προσφέρουν πλέον τη δυνατότητα στους ανθρώπους να έρθουν σε επαφή κάθε στιγμή. Κι ενώ τα πρώτα βελτιστοποιούνται, αναρωτιέται κανείς αν ισχύει το ίδιο για την ποιότητα και το βάθος της επικοινωνίας. Η ομίχλη μπορεί, πλέον, να μην είναι φτιαγμένη απ’ τα ίδια υλικά με αυτά του Τείχους του Βερολίνου, μα είναι εκεί. Η πληθώρα (κατά κόρον άχρηστης) πληροφορίας και ο τρόπος (που δε μάθαμε) να τη διαχειριζόμαστε, η καταιγιστική παραπληροφόρηση από ολούθε, οι ρηχές, εφήμερες και εικονικές σχέσεις των κοινωνικών δικτύων, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν όλα συστατικά μιας νέας μορφής «ψηφιακής» ομίχλης που κρατά εγκλωβισμένη πίσω απ’ τα παράθυρα μια γενιά ανθρώπων. Μάλιστα εκείνης της γενιάς που ήρθε πρώτη αντιμέτωπη με μια έκρηξη πληροφορίας.
Η ομίχλη θα υπάρχει πάντα, μέσα ή γύρω μας. Όσο θα υπάρχει και το ποίημα της Rauchfuß, να θυμίζει πως και το παράθυρο θα είναι πάντα εκεί.
Κλείνω με μια (μάλλον σπάνια) εκδοχή του τραγουδιού των City, σε ελεύθερη μετάφραση στην Αγγλική. Οι στίχοι δεν υπάρχουν πουθενά διαθέσιμοι, κι έτσι κατέφυγα στο επίσης δύσκολο έργο της απομαγνητοφώνησης. Ίσως σε κάποια σημεία να έχω κάνει λάθος. Κάθε διόρθωση είναι περισσότερο από καλοδεχούμενη. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες αυτής της διασκευής· απ’ τη φωνή του τραγουδιστή υποθέτω πως είναι κι αυτή των City. Once known, it stays as scene for ever
Night will fill my senses with that sound
No color bleeds nor candle light will shimmer
Chased away when morning swings around
Once seized it stays deep in your blood
This is mine but only through you
Catch it in your brow against the window
A heavy mist is always passing through, yeah
Look in my soul, come again, that is love
Once seized it stays deep in your blood
This is mine but only through you
A bird laments its broken wing(?) and feathers
who through rain and wind it shuffled and flew
A crestel (kestrel?) wouldn’t have fly low (x3)
A crestel would have fly
I can feel it…
Feel my soul…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου