Ο Μύθος του Έρωτα και της Ψυχής
Αυτή είναι μια όμορφη ιστορία που μας τη διηγήθηκε ο Απουλήιος το 2ο αιώνα μ.Χ. Ο Απουλήιος γεννήθηκε σε μια επαρχία της Ρώμης, στη σύγχρονη Αλγερία, σπούδασε κι έζησε πρώτα στην Καρχηδόνα, που αποτελούσε τότε το μεγάλο κέντρο των λατινικών σπουδών της Αφρικής, κι έπειτα στην Αθήνα την πόλη της σοφίας. Το βιβλίο του ονομάζεται “Μεταμορφώσεις” και το έγραψε το 61 μ.Χ. Μέσα σ’ αυτό βρίσκουμε μια όμορφη διήγηση που αφορά το μύθο του Έρωτα και της Ψυχής. Λέει λοιπόν ο Μύθος:
«Η Ψυχή ήταν μια κοπέλα εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα, σε σημείο που οι βωμοί της Θεάς να εγκαταλειφθούν εντελώς. Η Αφροδίτη θύμωσε με την Ψυχή και κάλεσε το γιο της Έρωτα, δίνοντάς του εντολή να κάνει την Ψυχή να ερωτευθεί τον κατώτερο άνδρα που θα μπορούσε να βρει. Μόνο που δεν υπολόγισε πως και ο Έρωτας θα ερωτευόταν την Ψυχή.
Τα χρόνια περνούσαν και ενώ οι αδερφές της βρήκαν συζύγους,, η όμορφη Ψυχή παρέμενε μόνη. Οι γονείς της ανήσυχοι ζήτησαν βοήθεια από τους Δελφούς κι εκεί ο Απόλλωνας έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού. Ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί».
Οι γονείς ακολουθώντας το χρησμό ετοίμασαν τη Ψυχή για το γάμο. Η Ψυχή περίμενε στο ψηλό βουνό μόνη κλαίγοντας αλλά ο Ζέφυρος τη σήκωσε απαλά και τη μετέφερε σε μια όμορφη κοιλάδα, όπου έπεσε σε βαθύ ύπνο πάνω στο φρέσκο γρασίδι. Όταν ξύπνησε βρέθηκε σ’ ένα όμορφο δάσος με μια κρυστάλλινη πηγή κι ένα εκθαμβωτικό χρυσαφένιο παλάτι, που λουζόταν πάντα από ένα χρυσό φως.
Στο παλάτι την περιποιούνταν με τον καλύτερο τρόπο αόρατοι υπηρέτες και τις νύχτες ένας άγνωστος άντρας που της φερόταν με τρυφερότητα την επισκεπτόταν στο κρεβάτι και έσμιγε μαζί της. Η Ψυχή είχε πλέον καταλάβει ότι μάλλον δεν επρόκειτο για τέρας και ζούσε ευτυχισμένη στο παλάτι ερωτευμένη με το σύζυγό της.
Σιγά σιγά όμως άρχισε να αισθάνεται νοσταλγία για τους δικούς της που τη νόμιζαν θυσιασμένη και με δάκρυα και παρακάλια κατάφερε να πείσει τον άντρα της να επιτρέψει στις αδελφές της να την επισκεφθούν. Εκείνος της έδωσε την άδεια να έρθουν και να τις χαρίσει ό,τι ήθελε από τα πλούτη του παλατιού, αλλά μ’ έναν όρο: να μην πλανηθεί από τα λόγια τους και να μη θελήσει να τον αντικρίσει στο φως. “Τότε θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη” της είπε.
Η Ψυχή δέχτηκε με ενθουσιασμό τις αδελφές της στο παλάτι, και όταν τη ρώτησαν για την ταυτότητα του συζύγου της, απάντησε ότι ήταν ένας όμορφος νέος άντρας που περνούσε την ημέρα του κυνηγώντας. Φεύγοντας οι αδερφές της φορτωμένες με πλούσια δώρα ζήλεψαν που η Ψυχή είχε γίνει ξαφνικά τόσο πλούσια και είχε βρει έναν όμορφο άνδρα ενώ εκείνες είχαν φορτωθεί άσχημους και γέρους συζύγους. Κι έτσι αποφάσισαν να της δώσουν ένα σκληρό μάθημα. Ο Έρωτας επανέλαβε την προειδοποίησή του για τις αδερφές της και την ενημέρωσε ότι ήταν έγκυος. Εάν δεν έλεγε τίποτα στις αδερφές της, θα γεννούσε ένα θείο μωρό, διαφορετικά το παιδί θα ήταν ένας κοινός θνητός.
Τη δεύτερη φορά οι αδερφές της την έπεισαν πως έπρεπε να δει το πρόσωπό του συζύγου της τονίζοντάς της ότι, αν αυτός δεν ήθελε, σήμαινε ότι όντως ήταν ένα τέρας που θα τη σκότωνε. Το βράδυ λοιπόν η Ψυχή άναψε ένα λυχνάρι και έγειρε πάνω στο σύζυγό της να δει το πρόσωπό του. Με μεγάλη έκπληξη αντίκρυσε τον πανέμορφο θεό Έρωτα. Η Ψυχή τα έχασε, το λυχνάρι έγειρε στο πλάι και καυτό λάδι χύθηκε πάνω στον Έρωτα. Ο Έρωτας ξύπνησε από τον πόνο και λέγοντάς της πως η καχυποψία της σκότωσε την αγάπη τους, έφυγε πετώντας για πάντα μακριά της.
Η Ψυχή μες στην απόγνωσή της για όλα αυτά που έχασε, άρχισε να περιπλανιέται χωρίς σκοπό στην ερημιά ενώ ο Έρωτας μαράζωνε στο κρεβάτι της μητέρας του με φοβερούς πόνους από το έγκαυμα. Η Ψυχή ικέτευσε τη Δήμητρα και την Ήρα να τη βοηθήσουν, αλλά οι δύο θεές αρνήθηκαν να κάνουν οτιδήποτε ενάντια στην Αφροδίτη. Τότε η Ψυχή αποφάσισε να προσεγγίσει την Αφροδίτη αλλά ήδη ο Ερμής την είχε εντοπίσει και κανόνισε να τη σύρουν στο παλάτι της θεάς. Η Αφροδίτη της είπε πως, για να μπορέσει να δει τον αγαπημένο της, θα έπρεπε πρώτα να περάσει τρεις δοκιμασίες με βοηθούς την Ανησυχία και τη Λύπη, ώστε να αποδείξει την αξία της: πρώτον να ξεδιαλέξει σπόρους δημητριακών. Σ’ αυτό τη βοήθησαν τα μυρμήγκια και κατάφερε να το κάνει. Η δεύτερη δοκιμασία ήταν πιο δύσκολη. Έπρεπε να μαζέψει μαλλί από άγρια χρυσόμαλλα πρόβατα. Αυτή τη φορά, ένα καλάμι που φύτρωνε στην όχθη του ποταμού, βοήθησε το απελπισμένο κορίτσι. Τη συμβούλεψε να αποφύγει τα πρόβατα στη διάρκεια των καυτών ωρών της ημέρας, να μην τα σκοτώσει και βάψει τα χέρια της με αίμα, αλλά αργότερα, όταν αυτά θα ξεκουράζονταν στη σκιά, να μαζέψει το μαλλί που θα είχε κολλήσει στα κλαδιά των δέντρων και στο φράχτη κοντά τους. Έτσι κι έκανε και τα κατάφερε πάλι.
Τότε η Αφροδίτη τής ζήτησε ν’ ανέβει στη κορυφή ενός βουνού και να γεμίσει ένα κρυστάλλινο αγγείο με μαύρο νερό από την πηγή του ποταμού του Κάτω Κόσμου, τη Στύγα. Αυτό ήταν αδιανόητο, γιατί δίπλα στον ποταμό υπήρχαν δύο Δράκοι που δεν επέτρεπαν να πλησιάσει κανείς. Όμως ο αετός του Δία, που ήταν φίλος του Έρωτα, έτρεξε να τη βοηθήσει και γέμισε εκείνος το δοχείο γι’ αυτήν.
Πάλι όμως η Αφροδίτη έμεινε ανικανοποίητη και της ζήτησε κάτι πιο τρομερό: να κατέβει στον Κάτω Κόσμο και να πάρει από την Περσεφόνη το ελιξίριο της νεότητας για την Αφροδίτη, με την προϋπόθεση να μην ανοίξει το δοχείο. Η Ψυχή ακολούθησε πιστά τις οδηγίες και είχε θερμή υποδοχή από την Περσεφόνη. Η θεά γέμισε αμέσως το κουτί με το βάλσαμο και η Ψυχή επέστρεψε ασφαλής από το βασίλειο των νεκρών. Στο τέλος όμως τη νίκησε η περιέργεια κι άνοιξε το δοχείο για να δει το ελιξίριο της νεότητας. Αμέσως έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Ο Έρωτας έμαθε τα μαντάτα και έτρεξε στον Όλυμπο. Ικέτευσε το Δία να εγκρίνει τον γάμο του με την Ψυχή. Ο Δίας, συγκινημένος από την αγάπη του θεού Έρωτα, χάρισε στην Ψυχή την αθανασία επιτρέποντας στον Έρωτα να ενωθεί μαζί της για πάντα. Ανέθεσε στον Ερμή να φέρει το κορίτσι στον Όλυμπο, όπου ο γάμος γιορτάστηκε με χαρά. Ο Έρωτας και η Ψυχή παρέμειναν σύζυγοι και απέκτησαν ένα παιδί, την Ηδονή.”
Το ενδιαφέρον σε αυτή την παλιά ιστορία είναι ότι αφορά τον καθένα από μας. Εμείς είμαστε η Ψυχή, η οποία τσακισμένη και ρακένδυτη ζητά τις απαντήσεις για την ύπαρξή της. Ζητά να ενωθεί με εκείνο το ουράνιο κομμάτι της, μα δεν μπορεί ακόμη. Κι όπως πολύ εύστοχα ρωτάει ο Σεφέρης σ’ ένα ποίημά του:
“Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;”
Ίσως διαισθανθούμε ότι το νόημα της ζωής είναι αυτή η ίδια αναζήτηση για εκείνο το ουράνιο κομμάτι μέσα μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου