«Το Μονόγραμμα» – Οδυσσέας Ελύτης

Θά πενθώ πάντα μ’ ακούς; γιά σένα,

μόνος, στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές

Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχος

Μια στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα

Μέ το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

 

ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τα χρόνια που έρχονται

Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά

Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά

Τά “πίστεψέ με” και τα “μή”

 

 

Μια στόν αέρα μια στή μουσική

Τα δυο μικρά ζωα, τα χέρια μας

Πού γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στό άλλο

Η γλάστρα μέ το δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες

Καί τα κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί

 

Πάνω απ’ τίς ξερολιθιές, πίσω άπ’ τούς φράχτες

Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού

Κι έτρεμες τρεις φορές το μώβ τρεις μέρες πάνω από

τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Τό ξύλινο δοκάρι καί το τετράγωνο φαντό

Στόν τοίχο μέ τη Γοργόνα μέ τα ξέπλεκα μαλλιά

Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ το λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό

Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων το απλησίαστο

Πενθώ το ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

 

Σχόλια