Oscar Wilde: Ο ψαράς και η ψυχή του
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό ψαροχώρι, ένας ψαράς πήγαινε κάθε βράδυ στη θάλασσα και έριχνε τα δίχτυα του στο νερό. Όταν ο άνεμος φυσούσε από τη στεριά, δεν έπιανε τίποτα. Όταν ο άνεμος ερχόταν από τα βάθη της θάλασσας, τότε τα δίχτυα του γέμιζαν χιλιάδες ψάρια.
Ένα βράδυ τα δίχτυα του ήταν τόσο βαριά που δεν μπορούσε να τα τραβήξει πάνω στη βάρκα του. “Πω! Πω! Σίγουρα έχω πιάσει όλα τα ψάρια της θάλασσας ή κανένα μεγάλο τέρας από αυτά που μόνο σε απέραντους ωκεανούς μπορείς να βρεις.”
Όταν με τα πολλά κατάφερε να φέρει το δίχτυ στην επιφάνεια, δεν είδε τίποτε άλλο παρά μια μικρή Γοργόνα που κοιμόταν, χωρίς να έχει καταλάβει τίποτα. Ο ψαράς μόλις την είδε έχασε τη λαλιά του. Ήταν τόσο όμορφη, που άλλη γυναίκα δεν είχε δει πουθενά να έχει τη δική της ομορφιά.
Τα μαλλιά της υγρά και ξανθά σαν το χρυσάφι έπεφταν στους ώμους της. Το κορμί της ήταν ολόλευκο και η ουρά της σαν να ήταν καμωμένη από χιλιάδες μαργαριτάρια. Πράσινα πέπλα της θάλασσας τυλίγονταν γύρω της και σαν κοράλλια ήταν τα μάτια και τα χείλη της. Ο ψαράς δεν μπόρεσε να κρατηθεί και άπλωσε τα χέρια του κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του.
Η Γοργόνα ξύπνησε και τρόμαξε τόσο πολύ, που παρακαλούσε τον ψαρά να την αφήσει να φύγει, γιατί ήταν η μοναχοκόρη του βασιλιά του θαλασσόκοσμου. Τότε ο μικρός ψαράς, αφού σκέφτηκε λίγο και επειδή δε ήθελε να τη χάσει, της είπε ότι θα την άφηνε να φύγει, αρκεί, όποτε την φώναζε, να έβγαινε πάνω στον αφρό της θάλασσας και να του σιγοτραγουδούσε. Η Γοργόνα του το υποσχέθηκε και έτσι και έγινε.
Κάθε βράδυ ο μικρός ψαράς πήγαινε στο ίδιο σημείο και την καλούσε. Έβγαινε τότε εκείνη και τραγουδούσε τόσο γλυκά, που όλα τα ψάρια μαζεύονταν γύρω της για να την ακούσουν και τα δελφίνια χόρευαν πάνω στον αφρό.
Ο Ψαράς μαγεμένος ξεχνούσε τα δίχτυα του και τα ψάρια του και ερωτευμένος καθώς ήταν, καθόταν μόνο και κοιτούσε την όμορφη Γοργόνα, ακούγοντας το τραγούδι της. Ώσπου ένα βράδυ δεν άντεξε άλλο να κοιτάει μόνο τη Γοργόνα χωρίς να την αγγίξει και να ζήσει μαζί της που της είπε:
«Γοργόνα, Γοργονίτσα σ’ αγαπάω και θέλω να γίνω άντρας σου. Θέλω τη ζωή μου να την περάσω μαζί σου». Η μικρή Γοργόνα όμως κούνησε το κεφάλι της. «Έχεις ανθρώπινη ψυχή. Αν τα καταφέρεις να διώξεις την ψυχή σου, τότε θα μπορέσω να σε αγαπήσω και να έρθεις μαζί μου στο θαλασσόκοσμο και το βασίλειο μου».
Αυτά είπε η Γοργόνα και έφυγε. Τότε ο Ψαράς σκεφτόμενος μονολογούσε: «Τι είναι αλήθεια η ψυχή και σε τι μας χρησιμεύει; Εγώ δεν την έχω δει ποτέ και δεν την έχω αγγίξει. Άρα θα είναι κάτι περιττό μάλλον που έχουμε μέσα μας. Και βέβαια θα το διώξω, αν πρόκειται να κερδίσω την ευτυχία που αποζητάω, παίρνοντας για γυναίκα μου την πεντάμορφη Γοργόνα».
Χωρίς να σκεφτεί παραπάνω, τρέχει στον παπά τρομαγμένος από τα λόγια αυτά και θυμωμένος του λέει: «Αλίμονο! Ποιος σε μάγεψε και λες τέτοια λόγια; Την ψυχή μας την έχει δώσει ο Θεός για να είμαστε άνθρωποι καλοί και ευγενικοί. Να σκεφτόμαστε και να κάνουμε πάντα το σωστό. Χωρίς την ψυχή και την βοήθεια της καρδιάς ο άνθρωπος κάνει τις χειρότερες πράξεις και τίποτα δεν έχει μέσα του, γιατί δεν ξεχωρίζει το καλό από το κακό.
Τίποτα δεν αξίζει όσο αυτή και δεν υπάρχει μεγαλύτερη θυσία από αυτή που έκανε ο ίδιος ο Θεός για την ψυχή. Μόνο φύγε τώρα από δω και μη σε ξανακούσω να λες τέτοια πράγματα.»
Όμως ο μικρός Ψαράς μαγεμένος από τη Γοργόνα του, το είχε πάρει απόφαση. Θα έδινε την ψυχή του και αυτά που του είπε ο παπάς καθόλου δεν τα σκέφτηκε, γιατί δεν τα καταλάβαινε.
Θυμήθηκε τότε πως παλιότερα είχε ακούσει για μια μάγισσα που ζούσε σε μια σπηλιά πάνω σε ένα ψηλό βουνό και όλα μπορούσε να τα καταφέρει. Πήρε το δρόμο ο μικρός ψαράς για το βουνό και, αφού περπάτησε πολύ, βλέπει από μακριά μια γυναίκα με κόκκινα μαλλιά κρατώντας στα χέρια της πολλά περίεργα βότανα.
Κατάλαβε ότι ήταν η μάγισσα και έτρεξε κοντά της. «Θέλω να διώξω την ψυχή μου», της είπε με φωνή που έτρεμε από την κούραση και την αγωνία. Η μάγισσα ποτέ δε φανταζόταν ότι θα της ζητούσε κάποιος κάτι τόσο τρομερό. Χλόμιασε όταν το άκουσε, και στην αρχή αρνήθηκε.
Προσπάθησε να του δείξει τη δική της ομορφιά, γιατί στ’ αλήθεια ήταν και εκείνη πολύ όμορφη, όμως ο ψαράς καμία άλλη δεν ήθελε, από την μικρή του Γοργόνα. Και όταν πια η μάγισσα έβλεπε ότι τίποτα δεν του άλλαζε γνώμη και ότι την παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια, βγάζει από τη ζώνη της ένα στιλέτο και του λέει: «Εκείνο που οι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι η σκιά τους δεν είναι….
Είναι το σώμα της ψυχής. Πρέπει να σταθείς στην ακροθαλασσιά με την πλάτη στο φεγγάρι και να κόψεις γύρω από τα πόδια σου τη σκιά σου, προστάζοντας την να φύγει. Έτσι μόνο μπορείς να διώξεις την ψυχή σου». Και πριν προλάβει να του πει τίποτε άλλο, ο μικρός ψαράς είχε ήδη φτάσει στην ακροθαλασσιά και έκανε αυτό που του είπε η μάγισσα.
Η ψυχή του, που ένιωσε ότι ήθελε να την διώξει άρχισε να τον παρακαλάει, όμως αυτός είχε κλείσει τα αυτιά του και το μόνο που σκεφτόταν ήταν η στιγμή που θα συναντούσε επιτέλους την αγαπημένη του.
«Φύγε» της λέει «δεν σε χρειάζομαι. Δεν μου έχεις κάνει κανένα κακό, όμως δεν μου έχεις προσφέρει και τίποτα. Δε σε θέλω λοιπόν μέσα μου». «Σε παρακαλώ!» Του φώναξε η ψυχή. «Τουλάχιστον δώσε μου και την καρδιά σου να μου κρατάει συντροφιά, γιατί ο κόσμος είναι πολύ σκληρός».
«Αν σου δώσω την καρδιά μου, πως θα αγαπάω την γλυκιά μου Γοργόνα; Η καρδιά μου είναι η αγάπη μου. Μη με καθυστερείς λοιπόν και φύγε αμέσως!». «Καλά» του λέει. «Θα φύγω. Θα έρχομαι όμως κάθε χρόνο εδώ στην ακροθαλασσιά και θα σε καλώ. Μπορεί να με έχεις ανάγκη» του είπε και έφυγε.
Ο μικρός ψαράς ελεύθερος πια βούτηξε στα καταγάλανα νερά και έτρεξε να βρει την αγαπημένη του ακούγοντας τις τρομπέτες στο θαλασσόκοσμο να πανηγυρίζουν τον ερχομό του.
Αφού πέρασε ένας χρόνος, η ψυχή ήρθε στην ακροθαλασσιά και φώναξε το μικρό ψαρά. Εκείνος βγήκε στην επιφάνεια, την πλησίασε και τη ρώτησε τι τον ήθελε.
«Πήγα σε κόσμους θαυμαστούς, όταν με άφησες» του λέει « και ήρθα τώρα εδώ, γιατί ένα δώρο έχω για σένα. Σου φέρνω από την Ανατολή τον καθρέφτη, της Σοφίας. Όποιος έχει αυτόν τον καθρέφτη είναι ο πιο σοφός από όλους τους σοφούς και όλα τα μυστικά του κόσμου είναι δικά του.Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να έρθεις μαζί μου».
«Η Αγάπη είναι πιο σημαντική από την Σοφία» λέει ο μικρός ψαράς «και η Γοργόνα με αγαπάει» είπε και χάθηκε μέσα στο βυθό της θάλασσας.
Ο επόμενος χρόνος ήρθε και μαζί του ήρθε και η ψυχή. Κάλεσε πάλι το μικρό ψαρά και αφού την πλησίασε, του είπε: «Όταν με έδιωξες την προηγούμενη φορά ταξίδεψα στο Νότο και σου φέρνω από εκεί το δαχτυλίδι του Πλούτου. Όποιος έχει αυτό το δαχτυλίδι, είναι ο πιο πλούσιος από όλους τους Βασιλιάδες του κόσμου και όλα τα πλούτη που υπάρχουν είναι δικά του. Το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι να έρθεις μαζί μου».
«Η Αγάπη είναι καλύτερη από όλα τα πλούτη του κόσμου», απάντησε ο ψαράς «και η γοργόνα με αγαπάει», είπε και πάλι χάθηκε στα βαθιά νερά της θάλασσας.
Τον τρίτο χρόνο η ψυχή ήρθε πάλι στην ακροθαλασσιά και του είπε για μια χορεύτρια, που είχε δυο κατάλευκα πόδια και χόρευε τόσο όμορφα, που έμοιαζαν σαν δυο περιστέρια που πετάνε στον ουρανό. Και αυτή τη φορά, επειδή η Γοργόνα δεν είχε πόδια αλλά ουρά, ο μικρός ψαράς λαχταρούσε να δει μια γυναίκα με πόδια να χορεύει και έτσι τον έπεισε η ψυχή και την ακολούθησε.
Όμως η ψυχή τον ξεγέλασε και τον πήρε μαζί της στις πόλεις που πήγαινε, όταν ήταν μόνη της και τον έβαζε να κάνει άσχημα πράγματα. Γιατί όταν την είχε διώξει δεν της είχε δώσει καρδιά. Και η ψυχή, όταν δεν είναι μέσα στον άνθρωπο και δεν έχει την καρδιά για συντροφιά, δεν ξέρει μόνη της να κάνεις τα σωστά. Και έμαθε στον κόσμο, που πήγε, να κάνει τα κακά και να τα ευχαριστιέται.
Ο μικρός ψαράς δεν ήθελε να κάνει τις πράξεις αυτές, όμως δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί την ψυχή του, γιατί η μάγισσα δε του είχε πει πως, αν έμπαινε πάλι μέσα του η ψυχή, δεν θα μπορούσε ποτέ πια να τη διώξει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να δέσει τα χέρια του και να κλείσει τα αυτιά του, για να μην ακούει τις εντολές αυτής της διεφθαρμένης ψυχής. Πήγε στην ακροθαλασσιά, έχτισε ένα σπιτάκι και καθόταν εκεί φωνάζοντας μάταια την αγαπημένη του να βγει λίγο για να την δει.
Τα χρόνια περνούσαν και η Γοργόνα δεν έβγαινε. Αυτός όμως τη φώναζε πρωί βράδυ, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα την έβλεπε. Η ψυχή, που ήταν μαζί του και έβλεπε πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του, τον παρακάλεσε με δάκρυα στα μάτια να την αφήσει να μπει πάλι μέσα του και να νιώσει και αυτή την καλοσύνη του.
Ο μικρός που είχε καταλάβει το κακό που της είχε κάνει, όταν την έδιωξε, προσπάθησε να την αφήσει να μπει, όμως η καρδιά του ήταν τόσο γεμάτη από αγάπη που δεν έβρισκε χώρο. Και όταν η ψυχή άρχισε να μπαίνει μέσα του, μια δυνατή βοή ακούστηκε και η θάλασσα έγινε μαύρη και θεόρατα κύματα απλώθηκαν πάνω της.
Η μικρή Γοργόνα είχε πεθάνει και ο θαλασσόκοσμος θρηνούσε. Ο ψαράς πήγε τότε κοντά στη θάλασσα και φώναξε: «Μπορεί να σε πρόδωσα και να έφυγα γλυκιά μου Γοργόνα, όμως η αγάπη μου για σένα γέμιζε πάντα την καρδιά μου και, αφού εσύ δεν υπάρχεις πια, δεν μπορώ και γω να ζω, γιατί υποσχέθηκα να είμαι πάντα μαζί σου», είπε και έπεσε στα μαυρισμένα νερά της θάλασσας μαζί με την ψυχή του που είχε βρει πια το δρόμο της και είχε γίνει ξανά ένα μαζί του.
Είχε δίκιο λοιπόν ο μικρός ψαράς. Η Αγάπη είναι πιο πολύτιμη από όλα όσα του είχε προσφέρει η ψυχή από τα ταξίδια της. Δεν είχε όμως καταλάβει ότι χωρίς την ψυχή του μέσα του ότι και να ένιωθε, θα ήταν μισό. Γιατί η ψυχή το κάνει μεγάλο και ζωντανό.
Όσο για τους δύο ερωτευμένους εκεί που τους βρήκαν, είχαν ανθίσει υπέροχα λουλούδια και πρώτη φορά είχαν δει οι κάτοικοι του χωριού τέτοια λουλούδια να φυτρώνουν στην ακροθαλασσιά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου