Ο μύθος του Ερυσίχθονα – Οι ολέθριες συνέπειες της υπερτροφίας του “εγώ”
Υπάρχει ένας αρχαίος μύθος, πολύ λίγο γνωστός, που μοιάζει να είναι το πρώτο οικολογικό μήνυμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και φανερώνει τις ολέθριες συνέπειες της υπερτροφίας του “εγώ”.
Ο μύθος του Ερυσίχθονα.
Ο Ερυσίχθων, νέος, ωραίος, δυνατός, πλούσιος και επιτυχημένος,
βλασφημεί, κόβοντας το ιερό δέντρο της Δήμητρας την ώρα της γιορτής.
Οι Δρυάδες, κόρες της Θεάς, που κατοικούσαν στο δέντρο, βγαίνουν
ματωμένες από τις φυλλωσιές και αλλόφρονες τρέχουν στη μητέρα τους.
Η Δήμητρα θυμώνει και βρίσκει την Πείνα.
Ήτανε τότε που μόλις είχανε αποτραβηχτεί τα νερά του Αιγαίου από την
Θεσσαλία και η πεδιάδα φάνταζε ένας ξερός απέραντος τόπος γεμάτος αλάτι
και μαύρα βράχια.
Η Πείνα καθόταν ξεδοντιάρα κουρελού, στην μαύρη ξεραΐλα.
Η Δήμητρα της λέει να πάει να βρει τον Ερυσίχθονα και να του δώσει ένα φιλί στο στόμα.
Η Πείνα πηγαίνει, τον βρίσκει να κοιμάται, του δίνει το φιλί και χάνεται. Εκείνος ξυπνάει κι αισθάνεται λιγούρα.
Πεινάει. Τρώει. Πεινάει κι άλλο. Ξανατρώει.
Πεινάει. Πεινάει. Πεινάει. Ακατάσχετα.
Τρώει πια ό,τι βρίσκει μπροστά του: φυτά, ζώα, τη γυναίκα του, την κόρη
του -που μόλις προλαβαίνει να μεταμορφωθεί σε φοραδίτσα και τρέχει να
γλιτώσει- τα ξύλα του σπιτιού του, τα πάντα. Μέχρι που πια δεν υπάρχει
τίποτα γύρω του και μέσα στην μέση της ερημιάς, αγριεμένος τρώει τα
κρέατά του.
Τις σάρκες του.
Αυτή η ρίζα του Ερυσίχθονα – και μην ξεχνάμε ότι έρυσις σημαίνει πληγή και χθών σημαίνει Γη, δηλαδή Ερυσίχθων μπορεί και να σημαίνει πληγή της γης- αυτή η ρίζα, το αδυσώπητο “εγώ”, που επισημάνθηκε επίμονα και με πολλές παραλλαγές από τους αρχαίους Έλληνες (Προκρούστης, Θυέστης, Ατρέας, Οιδίπους), στις μέρες μας έχει θεριέψει και νομιμοποιηθεί.
Ατομισμός, υπερκαταναλωτισμός, ανταγωνισμός, παγκοσμιοποίηση της εξουσίας.
Αυτές είναι οι αξίες μας σήμερα, αυτές προβάλλονται και επιβάλλονται από
τα marketing, τα advertising, τα ΜΜΕ, την κάθε υπερδύναμη.
Σ’ αυτές σκοτωνόμαστε να ανταποκριθούμε και σαν τον Ερυσίχθωνα τρώμε τις σάρκες μας και βλαστημάμε τη ζωή μας.
Τώρα στη βραδινή πορεία μου ακούω το αχολογητό των δασών, που φέρνει με
αλαφριά σκόνη τον θρήνο του κονιορτοποιημένου ρητού “το κατά φύσιν ζην
εστί κατ’αρετήν”.
Αυτά θέλω να γράψω και να πετύχω να ξεφύγω από την μιζέρια και τον παραλογισμό της καινούργιας εποχής μας, χρησιμοποιώντας την ιστορική γνώση, όσο το δυνατόν λιγότερο παραποιημένη ή δικολαβική.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου