ΤΑ ΦΛΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

 Ήταν μια φορά ένα φτωχό κοριτσάκι, ορφανό από μάνα και πατέρα. Κι ήταν τόσο φτωχό, το δύστυχο, που δεν είχε πια ούτε καμαράκι να μείνει, ούτε κρεβατάκι να πλαγιάσει. 

Και στο τέλος άλλο δεν είχε παρά μονάχα τα ρουχαλάκια που φορούσε κι ένα κομμάτι ξερό ψωμί στο χέρι, που του το’ χε δώσει κάποια πονετική καρδιά. Ήταν όμως καλό και θεοφοβούμενο κορίτσι. 

Μόλο που είχε απομείνει, ολομόναχο στη ζωή δεν έχασε το θάρρος του, παρά με πίστη στο Θεό πήρε το δρόμο και πήγαινε. 


Μετά από λίγο συναντάει έναν φτωχό, που γυρίζει και λέει: «Αχ, δώσε μου κάτι να φάω, γιατί πεθαίνω απ’ την πείνα». Βγάζει, λοιπόν, το κοριτσάκι το ξεροκόμματο που είχε στην ποδίτσα του, του το δίνει και λέει: «Ο Θεός μαζί σου!». Και συνεχίζει το δρόμο του. 


Λίγο παρακάτω συναντάει ένα παιδί, που έκλαιγε και θρηνούσε: «Πώς κρυώνει το κεφαλάκι μου, δώσε μου κάτι να τυλιχτώ να μην παγώσω!». Βγάζει ευθύς η μικρή το σκουφάκι της και του το δίνει. Λίγο παρακάτω βλέπει ένα άλλο παιδί, που δεν είχε ρούχο να βάλει πάνω του και κρύωνε. Το κοριτσάκι βγάζει τα δικά του ρούχα και του δίνει να τα φορέσει. 


Με τα πολλά φτάνει σ’ ένα δάσος κι είχε σκοτεινιάσει πια. Εκεί συναντάει άλλο ένα γυμνό παιδάκι, που της ζήτησε και το πουκαμισάκι που φορούσε κατάσαρκα. Λέει με το νου του το καλόκαρδο κοριτσάκι: 

«Τώρα είναι νύχτα και κανείς δεν θα με δει. Ας δώσω και το πουκαμισάκι μου!» 


Και βγάζει το πουκαμισάκι του και το δίνει και αυτό. Κι εκεί που στεκότανε ολόγυμνο και δεν είχε πια τίποτα, μα τίποτα, πέσανε ξάφνου τ’ αστέρια απ’ τον ουρανό, κι ήταν όλα χρυσά, λαμπερά φλουριά. Και μόλο που είχε μόλις δώσει το πουκαμισάκι του, βρέθηκε να φοράει ένα άλλο, ολοκαίνουργιο, από το καλύτερο λινό. Μάζεψε και τα φλουριά κι έζησε πλούσια ως το τέλος της ζωής της.
 

"Τα φλουριά του ουρανού" (Sterntaler) από το βιβλίο "Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμμ, Γ' τόμος", μτφρ. Μαρίας Αγγελίδου, Εκδόσεις Άγρα, 1995

Σχόλια