«Ας φρόντιζαν…»
Είναι ο τίτλος ποιήματος του Καβάφη που γράφτηκε το 1930 και περιγράφει την παρακμιακή σχέση συνενοχής κυβερνήτη και κυβερνωμένου. Ο πολίτης ενστερνίζεται την πολιτική σήψη, ενώ παράλληλα απαιτεί να ενσωματωθεί στο σύστημα για να απολαύσει κι αυτός όσα πιστεύει ότι δικαιούται.
Η αποδοχή του πολιτικού μιθριδατισμού και η μοιρολατρία δεν έχει εκλείψει και βασικό εργαλείο για την επιβολή της είναι η λεξιπενία. Η γλώσσα είναι ο διαμεσολαβητής των σκέψεων με την πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, η φτωχή γλώσσα δεν προάγει την κριτική σκέψη και οδηγεί σε παραίτηση και μη συμμετοχή στα κοινά.
Σήμερα, όπως επισημαίνει ο Ζαν Πολ Φιτουσί, πέρα από τη γλωσσική ένδεια, η πολιτική ορολογία έχει εξελιχτεί σε μια ακατανόητη ασαφής καινούρια γλώσσα που τα μέσα ενημέρωσης αναπαράγουν συνεχώς. Αυτή η επαναληπτικότητα συνοδεύεται από μαθηματική/λογιστική τεκμηρίωση, γεγονός που οδηγεί στην νομιμοποίηση των κυβερνητικών αποφάσεων για αδήριτες “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις”, οι οποίες κατ’ ουσία σημαίνουν το τέλος του κοινωνικού κράτους.
Οι πολίτες αδύναμοι να κατανοήσουν τι σημαίνουν όσα ακούν να επαναλαμβάνονται πλαισιωμένα με τα αριθμητικά μεγέθη, οδηγούνται στην υιοθέτηση των κανόνων της πολιτικής ορθότητας. Αποδέχονται τις κυβερνητικές επιταγές πιο εύκολα και αφήνουν τη ζωή τους στα χέρια αυτών που κυβερνούν, επειδή αυτοί που κυβερνούν έχουν την απαραίτητη γνώση για να επιλύσουν τα προβλήματα και να βγάλουν την κοινωνία από κάθε κρίση.
Το σύνδρομο αυτό ενισχύεται και η πολιτισμική φτώχεια καθηλώνει τον πολίτη και τον καθιστά αμέτοχο και υποταγμένο, τον οδηγεί να δυσπιστεί απέναντι στην ίδια τη δημοκρατία και να αντιμετωπίζει τη διακυβέρνηση ως ένα σύστημα εξυπηρετήσεων και συναλλαγών για λίγους προνομιούχους. Σε αυτή τη συνθήκη, οι άνθρωποι είτε προσπαθούν να παρεισφρέουν στο σύστημα, είτε αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους αδύναμο και λειτουργούν ως μονάδες που επικεντρώνονται στη δική τους καθημερινότητα. Επομένως οποιαδήποτε απαίτηση για συλλογική προσπάθεια όχι μόνο είναι άστοχη, αλλά δημιουργεί μια συγκρουσιακή σχέση με το κράτος αφού παραμένουν άλυτα βασικά κοινωνικά ζητήματα (ανεργία, εργασιακή εκμετάλλευση, κοινωνικοί αποκλεισμοί κλπ.).
Η φράση του Βιντγκενστάιν “τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου”, αποτυπώνει την αξία της γλώσσας στη λειτουργία της σκέψης. Η γλώσσα είναι το μέσο για την επικοινωνία όχι μόνο με τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά και με τον εαυτό μας. Η γλώσσα βοηθά να επεξεργαστούμε τις ιδέες μας. Όπως ανέφερε ο Τόνι Τζαντ, ο λόγος αποτελεί δημόσιο χώρο και οφείλουμε να τον διατηρούμε. “Αν τα λόγια ρημάξουν, τι θα τα αντικαταστήσει; Είναι το μόνο που έχουμε”, τονίζει.
Ο περιορισμός της γλώσσας οδηγεί σε περιορισμό της σκέψης και η μονόπλευρη σκέψη κάμπτει τις αντιστάσεις και παράγει ανοχή και ανεκτικότητα στη μοίρα και το κατεστημένο. Γυρνώντας πίσω στον χρόνο, συναντάμε έναν κορυφαίο αρχιτέκτονα της πολιτικής αυτής, τον Γκέμπελς, ο οποίος στόχευε στη γλωσσική ένδεια, ώστε οι άνθρωποι να είναι ανίκανοι να σκεφτούν με διαφορετικό τρόπο πέρα από αυτόν που τους επέβαλλε το καθεστώς. Αφού δεν υπάρχουν λόγια να πεις αυτό που σκέφτεσαι, με ποιον τρόπο να εκφραστείς; Και ναι, αυτό είναι βία!
***
Της Μαρίας ΤολίκαΔρ. Πολιτικών Επιστημών
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου