Α.Παπαδιαμάντης – Το γράμμα στην Αμερική

 writing1

 

Κάθε φορά που έφτανα στην πατρίδα μου, κάθε τρία-τέσσερα χρόνια, με συναντούσε και μου πρόσφερε πλουσιοπάροχη τη φιλοξενία του ο Μπεφάνης ο Γιαλένιος. Όχι όμως πιο πλούσια από έναν δεύτερο θείο μου, τον καπετάν-Γεωργό τον Αγαγά, ο οποίος θυσίασε κάποτε μια ολόκληρη χήνα και άνοιξε προς τιμή μου ένα μεγάλο βαρέλι ροδίτη οίνου, που σε χτύπαγε στο κεφάλι. Τη θυσία αυτή την έκανε μία και μοναδική φορά για όλους τους ερχομούς μου, τους παρελθόντες και τους μέλλοντες, για να μην έχω πια απαιτήσεις.


Ο περί ου ο λόγος Μπεφάνης ήταν παλιός φίλος μου. Άλλοτε, στα νιάτα του, είχε μαγαζί στην αγορά. Ήταν «εμποροράφτης». Όταν ήθελες να ψωνίσεις και ήθελες να κάνεις ψιλά, αν του έδινες μισή ρηγίνα, ίση με 5,90, σου την άλλαζε σωστά: σου κρατούσε 20 λεπτά για τις βελόνες, την κουβαρίστρα και τις κλωστές, και σου έδινε ρέστα 5,60. Αν ήταν μισό γαλλικό τάλιρο, σου έδινε 5,40. Σε λίγο καιρό το έκλεισε. Ευτυχώς, είχε προφτάσει να παντρευτεί και πήρε καλή προίκα. Κατόπιν, απέκτησε δυο γιους, ύστερα χήρεψε. Ξαναπαντρεύτηκε, και πάλι πήρε κτήματα ως προίκα. Έκανε πάλι παιδιά, και γέρασε με τη δεύτερη γυναίκα του.

Εκείνα τα χρόνια, όταν με συναντούσε, μόλις είχα πάει στο χωριό, αφού μου έκανε τη συνηθισμένη υποδοχή, έπειτα, συνήθως στη δεύτερη συνάντησή μας, άρχιζε πάντοτε την ίδια συζήτηση και ζητούσε την ίδια απαράλλαχτη χάρη.

– Ξέρεις ότι τα δυο παιδιά μου, ο Γιωργής κι ο Παυλάκης, είναι από χρόνια στην Αμερική και δεν μου γράφουν τι γίνονται. Πρόκειται να κάνουμ’ ένα γράμμα, εσύ ξέρεις πού θα το στείλουμε, στον πρόξενο της Ελλάδας ή στην αστυνομία της Αμερικής. Θα μου το γράψεις γαλλικά, εγγλέζικα, σπανιόλικα, εσύ ξέρεις σε ποια γλώσσα.

Εγώ δεν ήξερα τίποτε απ’ όλα αυτά «ξέρεις, ξέρεις» που μου απέδιδε. Αλλά όπως κυβερνάται, ή μάλλον όπως λειτουργεί ο κόσμος με την ψευτομανία, με την τυφλή πρόληψη, με την κουφή φήμη, είχε διαδοθεί και είχε γίνει πιστευτό στο χωριό ότι τάχα εγώ ήξερα πολλές γλώσσες.

«Όλες με τα γράμματά τους και τις μιλιές φαρσί»!

Κι εγώ στην πραγματικότητα δεν ήξερα ούτε μισή γλώσσα να μιλήσω, είχα μελετήσει μόνος μου ό,τι είχα μάθει από τις ξένες γλώσσες για φιλολογική απόλαυση και ύστερα από βιοποριστική ανάγκη και εργαζόμουν ως μεταφραστής στις εφημερίδες, ουδέποτε όμως ως κομιστής μηνυμάτων στα ξενοδοχεία -αλλά ούτε είχα ανατραφεί με γκουβερνάντα-, για να μιλώ ξένες γλώσσες.


Ευτυχώς, ο Μπεφάνης, συνήθως την Κυριακή, έλεγε μία ημέρα να κάνει αυτό, το ξανάλεγε μάλιστα πολλές φορές μέσα στην ίδια μέρα, κατόπιν την άλλη μέρα δεν είχε πλέον κέφι, δεν ήθελε να θυμηθεί ό,τι είπε την προηγούμενη, ίσως γιατί του φαινόταν ανιαρό, και καθόταν ήσυχος για να χωνέψει, επειδή ήταν «αποκαής», όπως λένε.

Την Τρίτη πήγαινε στον ελαιώνα, όπου είχε εργάτες να ποτίζουν τα δένδρα, την Πέμπτη στο αμπέλι, όπου είχε αργολόι ή θειάφισμα κ.λπ., το Σάββατο το βράδυ, όταν επέστρεφε από το χωράφι, ήταν πολύ κουρασμένος και την Κυριακή μετά τη λειτουργία είχε συνεδρίαση, γιατί ήταν δημοτικός σύμβουλος. Το απόγευμα έπαιζε κοντσίνα ή πρέφα και το βράδυ, αν τον συναντούσα μπροστά σε άλλους πολλούς, η συζήτηση θα ήταν μακρά και θορυβώδης και δεν υπήρχε πια χρόνος και χώρος για να μου ξαναπεί ό,τι μου είχε πει άπαξ.

Μετά απο τρία χρονιά πάλι, όταν επέστρεψα στο μικρό νησί, ο Μπεφάνης μού έκανε το τραπέζι και άρχισε να μου λέει:

–              Ούτε γράμμα ούτε ενθύμηση… με ξέχασαν κείνα τα παιδιά. Έχουν εφτά χρόνια που λείπουν, τέσσερα έχουν να μας γράψουν. Να πιάσεις να μου συντάξεις ένα γράμμα αγγλικό, φραντσέζικο, πορτουγέζικο, εσύ ξέρεις τι γλώσσα περνά σ’ εκείνο το μέρος που είν’ αυτά τα παιδιά· στο Μπουέν’ς Αιρς, στο Μεξικό ή στη Βραζιλία. Να γράψουμε στον πρόξενό μας εκεί, γιατί μπορεί να μην ξέρει ρωμαίικα, ίσως να είναι ντόπιος από κει. Θέλετε πάλι να το στείλουμε στον διευθυντή της αστυνομίας; Εσύ ξέρεις. Να μου το σκαρώσεις καλά, να το κουρδίσεις και να το στείλουμε. Πότε λες να το κάνουμε;

–              Όποτε θέλεις.

–              Καλά, έχουμε καιρό.

Το βέβαιο είναι ότι η κακή και αστεία φήμη με είχε ενοχλήσει πολύ. Γυναίκες, γέροντες της αγοράς, θαλασσινοί και στεριανοί, όπου μ’ έβρισκαν, μου φορτώνονταν να τους κάνω τη «σύσταση», να τους γράψω δηλαδή αγγλικά πάνω στο γράμμα τη διεύθυνση για τις διάφορες Πολιτείες και πόλεις της Βόρειας Αμερικής. Υπομονή! Αλλά ερχόντουσαν στο πατρικό μου σπίτι και με πολιορκούσαν. Άλλος πατριώτης είχε πεθάνει σε κείνα τα μέρη ή είχε πνιγεί σε κείνα τα πέλαγα και στέλνονταν δικαστικά ξενόγλωσσα έγγραφα και μου τα έφερναν, για να τα μεταφράσω. Άλλος ήταν αγράμματος, είχε χαθεί σε κάποια μακρινή πόλη, κι έβαζε κάποιον Αμερικανό φίλο του να του γράψει γράμμα προς τους συγγενείς του στα αγγλικά. Άλλος είχε γεννηθεί από πατέρα πατριώτη μου στην Αυστραλία ή την Καλκούτα και δεν ήξερε ελληνικά· άλλος είχε ξεχάσει τη γλώσσα σαράντα χρόνια που έλειπε κι έγραφε αγγλικά. Άλλος είχε παντρευτεί Αμερικανίδα, και αυτή θέλοντας να φανεί ειρωνικά ευγενική προς την πεθερά της που δεν γνώριζε -και ευτυχώς και για τις δύο δεν υπήρχε ελπίδα να γνωριστούν ποτέ- έγραφε αγγλικά. Όλα αυτά όφειλα να τα μεταφράσω. Θεέ μου! Και ήταν τόσοι και τόσοι στο χωριό, σχολάρχες, καθηγητές, μισθωτοί επιστήμονες με διπλώματα, μορφωμένοι, ωραίοι, περιποιημένοι. Και τόσοι άλλοι ξενιτεμένοι επέστρεφαν κάθε χρόνο από την Αμερική και κανείς δεν ήταν ικανός να διαβάσει σωστά ένα γράμμα. Αχ, τι βάσανο!

Είναι αλήθεια ότι σχεδόν καμιά και κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε ότι αυτό ήταν κόπος κι ούτε σκέφθηκε αν έπρεπε να πληρώσει για τον κόπο. Όμως το πιο αξιοπρεπές για μένα θα ήταν να μην δεχόμουν ποτέ αμοιβή, αλλά το απείρως καλύτερο που ευχόμουν ήταν να με αφήσουν στην ησυχία μου, στην ολιγάρκειά μου. Εγώ είχα δουλειές να κάνω και βιαζόμουν να τις αφήσω, για να κάνω τις ξένες. Είχα εγκαταλείψει τις δικές μου υποθέσεις, έχοντας παραιτηθεί προ πολλού από κάθε δικαίωμα κληρονομιάς, ιδιοκτησίας κ.λπ., για να φροντίζω τις υποθέσεις των άλλων. Υπήρξαν και άνθρωποι που ήρθαν να με συμβουλευτούν για δικαστικές υποθέσεις. Και όταν ομολόγησα ότι δεν καταλάβαινα «σκρα» απ’ αυτά τα πράγματα, κουνούσαν το κεφάλι τους και μονολογούσαν μόνοι τους: «Και τι γράμματα ξέρει λοιπόν;».

Το κρούσμα που αντιπροσώπευε ο Μπεφάνης ο Γιαλένιος όσον αφορά την υπόθεση επιστολής προς τον Έλληνα πρόξενο ή προς την «αστυνομία της Αμερικής», σε πόλη που ούτε και αυτός ήξερε ούτε ήταν βέβαιος για την ονομασία της, την είχε πάρει με αφορμή κάποιας δοκιμής, που έγινε πράγματι προ πολλών ετών, το 188…, οπότε ένας συγγενής μου, Μανώλης Παπαγιάννης ονόματι, είχε χαθεί εδώ και πέντε-έξι χρόνια και δεν υπήρχαν νέα του, αν ζούσε ακόμη ή όχι στη Φιλαδέλφεια, όπου ήταν ο τελευταίος γνωστός τόπος διαμονής του. Τότε, η μητέρα του, μια γριά θεία μου, με παρακάλεσε επίμονα «να γράψω γράμμα», κι εγώ μέσα στην αμηχανία μου για να την παρηγορήσω, επειδή θα ήταν αδύνατον να της εξηγήσω διαφορετικά και να την πληροφορήσω, ή και να μαλακώσω τον μητρικό της πόνο, αυτοσχέδιασα ένα είδος επιστολής προς την αστυνομία της Φιλαδέλφειας, παρακαλώντας εκ μέρους της μητέρας να αναζητήσει τον ξεχασμένο άνθρωπο, αν ζούσε, και να πείσει τον ίδιο να απαντήσει στη μητέρα του. Αυτή την επιστολή την έστειλα ή μάλλον την έριξα σαν σαΐτα στον αέρα. Κι όμως, παρ’ ελπίδα, μετά από δύο μήνες σχεδόν, ήρθε η ευχάριστη απάντηση και από την αστυνομία της πόλης και από τον ξενιτεμένο ξάδελφό μου. Κι αυτό ανέλπιστα εντελώς, διότι δεν το πίστευα, όταν έγραφα την ξενόγλωσση επιστολή.

Έκτοτε, κάθε φορά που επέστρεφα στο νησί που γεννήθηκα, δεν υπήρχε μητέρα χήρα ή γριά, ξεχασμένη καιρούς και χρόνια από τον ξενιτεμένο γιο της, που να μην ήρθε σε μένα ζητώντας «να της γράψω γράμμα» προς όλες τις αστυνομίες και προξενικές Αρχές του κόσμου, για να τις παρακαλέσω να αναζητήσουν τον χαμένο γιο της. Και άνδρες πολλές φορές μού φορτώθηκαν με παρόμοιες απαιτήσεις. Ένας από αυτούς τους πολλούς, ο πιο επίμονος, αλλά και ο πιο ασταθής και αναποφάσιστος απ’ όλους, ήταν ο Μπεφάνης. Γι’ αυτό έλεγε «Εσύ ξέρεις, ξέρεις». Υπαινισσόταν αυτό που γνώριζε.

ΣΤΑ 189… είχα μείνει στην Αθήνα για επτά συναπτά έτη αυτή τη φορά, και όταν επέστρεψα στην πατρίδα, μου λέει:

–              Τώρα, σώθηκαν πια τα ψέματα, θα μου το κάμεις το γράμμα.

Μου φαινόταν περίεργο πώς και μετά από τόσα χρόνια ο πατέρας που είχε χάσει τα παιδιά του, ήλπιζε να ξαναβρεί τους γιους του με αυτή την εμπειρική μέθοδο, αφού αυτοί, αν ζούσαν βέβαια ακόμη, θα τον είχαν «ξεπονέσει», όπως ο ίδιος έλεγε.

–              Ακούγοντ’ εδώ κι εκεί, μου είπε ο Επιφάνιος, σαν να μάντευε τη σκέψη μου* τους συνάντησαν πρόπερσι άνθρωποι, αλλά δεν εννοούν να μου γράψουν. Κοίταξε τώρα, εσύ ξέρεις πώς θα το σταμπάρεις το γράμμα και που θα το στείλουμε· στο Μπουέν’ς Αιρς, στο Μεξικό ή στην Αργεντίνα;… Στην αστυνομία ή στον πρόξενο, πώς λες να το στείλουμε; Κι έχει τάχα εκεί ελληνικό προξενείο;

–              Φίλε μου, Επιφάνιε, του είπα, ούτε τα προξενεία ξέρω, ούτε παγκόσμιος χάρτης είμαι, ούτε πήγα ποτέ μου στην Αμερική. Να πώς θα γίνει, αν θέλεις, για να τελειώσει ύστερα από δώδεκα χρόνια κι αυτή η υπόθεση. Έχεις τον ξάδελφό σου τον Γιώργη τον Ζ., άνθρωπο έμπειρο, που έκανε και ναυτικός, και γραμματέας της Δημαρχίας είναι και κάνει και τον δικολάβο. Αυτός ξέρει από διοικητικά, από προξενικά και άλλα* ίσως και να βρει κάπου στα αρχεία, αν ψάξει, κανέναν κατάλογο των ελληνικών προξενείων στο εξωτερικό. Βάλε τον να σου κάνει ένα είδος επιστολής στη γλώσσα μας κι ας το απευθύνει αυτός όπου ξέρει και όπου πρέπει* φέρε μου το γράμμα, αυτό το σχέδιο, να σου το μεταφράσω όπως μπορώ. Έτσι, γλυτώνω κι εγώ από σκοτούρες και κάνω μόνο έναν μικρό κόπο* για τον κόπο δεν με μέλει, δεν θέλω όμως σκοτούρες και μπελάδες.

Ο φίλος μου συμφώνησε. Έμεινα πέντε μήνες εκεί, αλλά δεν μου έφερε κανένα τέτοιο γράμμα για μετάφραση.

Σχόλια