Νίκος Τσιφόρος – Το γαϊδούρι



Αυτός ήταν ο καημός μου από παιδί. Μου το ’λεγε ο μακαρίτης ο μπαμπάς, γκρίνιαζε κι η δόλια η μάνα μου.

-Εσύ, παιδί μου, δε θα βάλεις μυαλό ποτέ. Εσύ δε θα γίνεις άνθρωπος. Εσύ θα γίνεις γαϊδούρι.



Και να δεις που τα ’χα όλα τα γνωρίσματα του γαϊδουριού. Φωνακλάς ήμουνα, ασήμαντος ήμουνα, αναίσθητος ήμουνα και το χειρότερο, πεισματάρης ήμουνα. Άλλου είδους πεισματάρης. Τίποτα δεν παραδεχόμουνα.

Τράβαγε τα μαλλιά της η γριά.

-Ντύσου να πας στην εκκλησία.

-Δε θέλω.

-Τι θα πει, δε θέλεις, βρε γαϊδούρι; Τι θα πει; Δεν είσαι χριστιανός εσύ; Δεν είσαι ορθόδοξος;

Πήγαινα να της δώσω να καταλάβει:

-Έστω. Είμαι χριστιανός. Ποιος μ’ έκανε όμως;

-Ο νουνός σου.

-Γιατί να με κάνει; Με ρώτησε;

-Τι θα πει, σε ρώτησε; Έτσι γίνεται μ’ όλα τα παιδιά.

-Ποιος το λέει; Εγώ ήθελα να ’μαι βουδιστής. Εγώ διάβασα τον Βούδα και μ’ αρέσει ο Βούδας. Κι αντί η ταυτότητά μου να γράφει Χου-0 ήθελα να γράφει Που-Βου.

-Τι θα πει Που-Βου;

-Πούρος Βουδιστής!

-Τον κακό σου τον καιρό.

‘Ύστερα μου λέγανε για την καλή ανατροφή:

-Να μη λες ψέματα.

Εγώ έλεγα. Με βάζανε μπροστά:

-Γιατί λες, μωρέ;

-Όλοι λένε!

-Ο πατέρας σου λέει;

-Πώς δε λέει. Αφού έχει μαγαζί. Αφού αγοράζει τον -πήχη εκατό δραχμές, τον πουλάει χίλιες και λέει, «λόγω τιμής», ότι του κοστίζει εννιακόσιες.

-Αυτό δεν είναι ψέμα. Είναι εμπόριο.

Δεν το καταλάβαινα. Ύστερα όμως τα ξεχώρισα. Άμα λες ψέμα για τα να κερδίσεις, λέγεται «εμπόριο», «συμφέρον». Άμα λες ψέμα. γιατί σου κάνει κέφι, είσαι ψεύτης και πρέπει να σε περιχύνουνε με ζεματιστό νερό.



Έχει κι άλλα η ανατροφή. Ερχότανε στο σπίτι ένας κύριος, φίλος του πατέρα μου. Ήτανε σμιχτοφρύδης κι είχε και μια κρεατοελιά. Δεν τον χώνευα. Ήθελα να τον μουντζώσω. Λέγανε:



-Μη. Δεν κάνει. Είναι συνεταίρος με τον μπαμπά σου.

-Ε! Ο «μπαμπάς» ας τόνε φιλήσει, εγώ θα τόνε μουντζώσω. Δεν είναι δικός μου συνεταίρος.

Με δέρνανε. Πήγαινα κι εγώ πίσω από την πόρτα και τον μούτρωνα κρυφά! Αυτό μού το επιτρέπανε. Γελάγανε κιόλας. Αλλά μου το δηλώσανε:

-Άμα το ’χει και σε δει, θα σε σαπίσουμε στο ξύλο.

Τότε κατάλαβα ότι μπορείς να μουντζώνεις έναν κύριο, άμα κάνεις δουλειά μαζί του, αλλά να τον μουντζώνεις κρυφά.

Όταν τελείωσα το σχολείο, με ρωτήσανε τι δουλειά μ’ αρέσει. -Φαναρτζής! καμάρωσα.

Έφαγα ένα χαστούκι.

-Θα γίνεις δικηγόρος.

-Μα εγώ θέλω φαναρτζής.

-Στην οικογένειά μας, ποτέ.

-Και ο Κωστάκης, ο ξάδερφός μου, έγινε δικηγόρος και δεν έχει τσιγάρο να φουμάρει.

-Τίποτα. Θα μάθεις γράμματα.

Έμαθα. Αργότερα χτύπησα το κεφάλι μου που ήτανε γεμάτο γράμματα. Έβλεπα κείνους που είχανε φασόλια και φάβα με το τσουβάλι, είχανε τρελαθεί στα λεφτά. Καλύτερα να γέμιζα κι εγώ το κεφάλι μου ξυλοκέρατα. Θα ’μουνα κύριος. Τώρα έκανα τράκες, να πάω με το τραμ. Κι ήξερα απ’ όξω το «Κόρπους Γιούρις Τσιβίλις».Τοτε κατάλαβα ότι τα όσπρια αξίζουνε πιο πολύ απ’ τα γράμματα, Θέλησα να παντρευτώ. Αγαπούσα μια κοπέλα.

Λέει η μάνα μου:

– Όχι. Θα πάρεις προίκα.

– Μα εγώ δεν αγαπάω την προίκα. Κορίτσι αγαπάω…

– Θα πάρεις προίκα!

~Πήρα την προίκα. Πήρα και μια γυναίκα. Ερχότανε με την προίκα -μαζί. Είπα να μου δώσουνε μόνο την προίκα και ν’ αφήσω τη γυναίκα. Όχι! Μου δώσανε και τη γυναίκα.

Βγήκε μια ιδιότροπη, μια γκρινιάρα. Άσπρο εγώ, μαύρο αυτή. Μέρα εγώ, νύχτα αυτή. Μου ’ρχότανε να πάρω τον μπαλντά. αλλά μου είπαν ότι δεν επιτρέπεται. Κι έλεγε κάθε στιγμή:

-Που με πήρες για την προίκα μου!

Τότε κατάλαβα. Άμα πάρεις γυναίκα, δεν παίρνεις προίκα. Άμα πάρεις προίκα, δεν παίρνεις γυναίκα. Αλλά εκτιμάνε μόνο την προίκα. Πρέπει να γίνει ένας νόμος να παίρνουνε οι άνθρωποι-προίκες. Μόνο προίκες.

Στο τέλος μου είπανε:

-Να γίνεις βουλευτής.

-Δεν θέλω. Ποιος θα με ψηφίσει;

-Θα τα κανονίσουμε μεις.

Δεν ξέρω πώς τα κανονίσανε, αλλά μου πήρανε του κόσμου τα λεφτά, τυπώσανε φωτογραφίες και φυλλάδες. Φαίνεται ότι ήμουνα πολύ σπουδαίος και δεν το ’ξέρα. Βγήκα βουλευτής.

Τώρα με χαιρετούσανε όλοι. Ζητάγανε και ρουσφέτια. Εγώ ήμουνα γαϊδούρι κι έλεγα όχι. Θυμώνανε, αλλά μ’ εχτιμούσανε Λέγανε: «Είναι άτεγκτος». Κι έγινα υπουργός. Πάω να τα βάλω σε τάξη. Έρχονται κάτι λεφτάδες: «Θα κάνεις αυτόν τον νόμο · μου λένε. Μ’ έσκασε το γαϊδουρίσιο:

-Δεν τον κάνω.

Θυμώσανε.

-Θα σε ρίξουμε.

Τους πλακώνω στο ξύλο. Τους κάνω μπλε. Φωνάζουνε «αίσχος οι μισές εφημερίδες, φωνάζουνε «μπράβο» οι άλλες μισές, γίνεται σαματάς, γελάει ο κόσμος, κι εγώ κατάλαβα. Άμα θέλεις να γίνεις σπουδαίος, να τους πλακώνεις στο ξύλο κάτι τέτοιους, να σου λένε: «Θεός σχωρέσ’ τον πατέρα σου». Η μάνα μου το ’πε:

-Θεός σχωρέσ’ τον μακαρίτη! Έπρεπε να ζούσε, να σ’ έβλεπε Τώρα γίνηκες άνθρωπος.

Και λυπήθηκα μ’ όλη μου την ψυχή. Τι ωραία που ήτανε, όσο ήμουνα γαϊδούρι…

Αυτός ήταν ο καημός μου από παιδί. Μου το ’λεγε ο μακαρίτης ο μπαμπάς, γκρίνιαζε κι η δόλια η μάνα μου.

-Εσύ, παιδί μου, δε θα βάλεις μυαλό ποτέ. Εσύ δε θα γίνεις άνθρωπος. Εσύ θα γίνεις γαϊδούρι.



Και να δεις που τα ’χα όλα τα γνωρίσματα του γαϊδουριού. Φωνακλάς ήμουνα, ασήμαντος ήμουνα, αναίσθητος ήμουνα και το χειρότερο, πεισματάρης ήμουνα. Άλλου είδους πεισματάρης. Τίποτα δεν παραδεχόμουνα.

Τράβαγε τα μαλλιά της η γριά.

-Ντύσου να πας στην εκκλησία.

-Δε θέλω.

-Τι θα πει, δε θέλεις, βρε γαϊδούρι; Τι θα πει; Δεν είσαι χριστιανός εσύ; Δεν είσαι ορθόδοξος;

Πήγαινα να της δώσω να καταλάβει:

-Έστω. Είμαι χριστιανός. Ποιος μ’ έκανε όμως;

-Ο νουνός σου.

-Γιατί να με κάνει; Με ρώτησε;

-Τι θα πει, σε ρώτησε; Έτσι γίνεται μ’ όλα τα παιδιά.

-Ποιος το λέει; Εγώ ήθελα να ’μαι βουδιστής. Εγώ διάβασα τον Βούδα και μ’ αρέσει ο Βούδας. Κι αντί η ταυτότητά μου να γράφει Χου-0 ήθελα να γράφει Που-Βου.

-Τι θα πει Που-Βου;

-Πούρος Βουδιστής!

-Τον κακό σου τον καιρό.

‘Ύστερα μου λέγανε για την καλή ανατροφή:

-Να μη λες ψέματα.

Εγώ έλεγα. Με βάζανε μπροστά:

-Γιατί λες, μωρέ;

-Όλοι λένε!

-Ο πατέρας σου λέει;

-Πώς δε λέει. Αφού έχει μαγαζί. Αφού αγοράζει τον -πήχη εκατό δραχμές, τον πουλάει χίλιες και λέει, «λόγω τιμής», ότι του κοστίζει εννιακόσιες.

-Αυτό δεν είναι ψέμα. Είναι εμπόριο.

Δεν το καταλάβαινα. Ύστερα όμως τα ξεχώρισα. Άμα λες ψέμα για τα να κερδίσεις, λέγεται «εμπόριο», «συμφέρον». Άμα λες ψέμα. γιατί σου κάνει κέφι, είσαι ψεύτης και πρέπει να σε περιχύνουνε με ζεματιστό νερό.



Έχει κι άλλα η ανατροφή. Ερχότανε στο σπίτι ένας κύριος, φίλος του πατέρα μου. Ήτανε σμιχτοφρύδης κι είχε και μια κρεατοελιά. Δεν τον χώνευα. Ήθελα να τον μουντζώσω. Λέγανε:



-Μη. Δεν κάνει. Είναι συνεταίρος με τον μπαμπά σου.

-Ε! Ο «μπαμπάς» ας τόνε φιλήσει, εγώ θα τόνε μουντζώσω. Δεν είναι δικός μου συνεταίρος.

Με δέρνανε. Πήγαινα κι εγώ πίσω από την πόρτα και τον μούτρωνα κρυφά! Αυτό μού το επιτρέπανε. Γελάγανε κιόλας. Αλλά μου το δηλώσανε:

-Άμα το ’χει και σε δει, θα σε σαπίσουμε στο ξύλο.

Τότε κατάλαβα ότι μπορείς να μουντζώνεις έναν κύριο, άμα κάνεις δουλειά μαζί του, αλλά να τον μουντζώνεις κρυφά.

Όταν τελείωσα το σχολείο, με ρωτήσανε τι δουλειά μ’ αρέσει. -Φαναρτζής! καμάρωσα.

Έφαγα ένα χαστούκι.

-Θα γίνεις δικηγόρος.

-Μα εγώ θέλω φαναρτζής.

-Στην οικογένειά μας, ποτέ.

-Και ο Κωστάκης, ο ξάδερφός μου, έγινε δικηγόρος και δεν έχει τσιγάρο να φουμάρει.

-Τίποτα. Θα μάθεις γράμματα.

Έμαθα. Αργότερα χτύπησα το κεφάλι μου που ήτανε γεμάτο γράμματα. Έβλεπα κείνους που είχανε φασόλια και φάβα με το τσουβάλι, είχανε τρελαθεί στα λεφτά. Καλύτερα να γέμιζα κι εγώ το κεφάλι μου ξυλοκέρατα. Θα ’μουνα κύριος. Τώρα έκανα τράκες, να πάω με το τραμ. Κι ήξερα απ’ όξω το «Κόρπους Γιούρις Τσιβίλις».Τοτε κατάλαβα ότι τα όσπρια αξίζουνε πιο πολύ απ’ τα γράμματα, Θέλησα να παντρευτώ. Αγαπούσα μια κοπέλα.

Λέει η μάνα μου:

– Όχι. Θα πάρεις προίκα.

– Μα εγώ δεν αγαπάω την προίκα. Κορίτσι αγαπάω…

– Θα πάρεις προίκα!

~Πήρα την προίκα. Πήρα και μια γυναίκα. Ερχότανε με την προίκα -μαζί. Είπα να μου δώσουνε μόνο την προίκα και ν’ αφήσω τη γυναίκα. Όχι! Μου δώσανε και τη γυναίκα.

Βγήκε μια ιδιότροπη, μια γκρινιάρα. Άσπρο εγώ, μαύρο αυτή. Μέρα εγώ, νύχτα αυτή. Μου ’ρχότανε να πάρω τον μπαλντά. αλλά μου είπαν ότι δεν επιτρέπεται. Κι έλεγε κάθε στιγμή:

-Που με πήρες για την προίκα μου!

Τότε κατάλαβα. Άμα πάρεις γυναίκα, δεν παίρνεις προίκα. Άμα πάρεις προίκα, δεν παίρνεις γυναίκα. Αλλά εκτιμάνε μόνο την προίκα. Πρέπει να γίνει ένας νόμος να παίρνουνε οι άνθρωποι-προίκες. Μόνο προίκες.

Στο τέλος μου είπανε:

-Να γίνεις βουλευτής.

-Δεν θέλω. Ποιος θα με ψηφίσει;

-Θα τα κανονίσουμε μεις.

Δεν ξέρω πώς τα κανονίσανε, αλλά μου πήρανε του κόσμου τα λεφτά, τυπώσανε φωτογραφίες και φυλλάδες. Φαίνεται ότι ήμουνα πολύ σπουδαίος και δεν το ’ξέρα. Βγήκα βουλευτής.

Τώρα με χαιρετούσανε όλοι. Ζητάγανε και ρουσφέτια. Εγώ ήμουνα γαϊδούρι κι έλεγα όχι. Θυμώνανε, αλλά μ’ εχτιμούσανε Λέγανε: «Είναι άτεγκτος». Κι έγινα υπουργός. Πάω να τα βάλω σε τάξη. Έρχονται κάτι λεφτάδες: «Θα κάνεις αυτόν τον νόμο · μου λένε. Μ’ έσκασε το γαϊδουρίσιο:

-Δεν τον κάνω.

Θυμώσανε.

-Θα σε ρίξουμε.

Τους πλακώνω στο ξύλο. Τους κάνω μπλε. Φωνάζουνε «αίσχος οι μισές εφημερίδες, φωνάζουνε «μπράβο» οι άλλες μισές, γίνεται σαματάς, γελάει ο κόσμος, κι εγώ κατάλαβα. Άμα θέλεις να γίνεις σπουδαίος, να τους πλακώνεις στο ξύλο κάτι τέτοιους, να σου λένε: «Θεός σχωρέσ’ τον πατέρα σου». Η μάνα μου το ’πε:

-Θεός σχωρέσ’ τον μακαρίτη! Έπρεπε να ζούσε, να σ’ έβλεπε Τώρα γίνηκες άνθρωπος.

Και λυπήθηκα μ’ όλη μου την ψυχή. Τι ωραία που ήτανε, όσο ήμουνα γαϊδούρι…





Σχόλια