Atul Gawande – Κανείς δεν τον λυπόταν όπως λαχταρούσε να τον λυπηθούν
Έμαθα πολλά στην Ιατρική Σχολή, αλλά σίγουρα δεν έμαθα τίποτα για τη θνητότητα. Ναι μεν μου έδωσαν ένα αφυδατωμένο, άκαμπτο πτώμα για να το ανοίξω και να μελετήσω τα εσωτερικά όργανα, αλλά μοναδικός σκοπός ήταν να αποκτήσω γνώσεις για την ανθρώπινη ανατομία. Τα εγχειρίδια της Σχολής δεν ανέφεραν σχεδόν τίποτα για τα γηρατειά, την ανημπόρια που τα συνοδεύει ή τη διαδικασία του θανάτου.
Τίποτα για το πώς εκτυλίσσεται αυτή η διαδικασία, πώς οι άνθρωποι βιώνουν το τέλος της ζωής τους και πώς αυτή η ιστορία επηρεάζει τους δικούς τους ανθρώπους — όλα τούτα φαίνονταν περιττά. Σκοπός της ιατρικής εκπαίδευσης, όπως το βλέπαμε εμείς ως φοιτητές αλλά κι όπως το έβλεπαν οι καθηγητές μας, ήταν να μάθουμε να σώζουμε ζωές, όχι να διαχειριζόμαστε τον θάνατο.
Η μοναδική φορά που θυμάμαι ότι συζητήσαμε για τη θνητότητα ήταν όταν για μία περίπου ώρα αναλύσαμε την κλασική νουβέλα του Τολστόι Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς. Αυτό έγινε στα πλαίσια ενός εβδομαδιαίου σεμιναρίου που ονομαζόταν «Σχέσεις Γιατρού-Ασθενούς» και εντασσόταν στην προσπάθεια της Ιατρικής Σχολής να μας κάνει πιο ολοκληρωμένους επιστήμονες, πιο ανθρώπινους. Σε κάποια από αυτά τα σεμινάρια εξασκούμασταν στον σωστό τρόπο συμπεριφοράς ενός γιατρού κατά τις σωματικές εξετάσεις· άλλες φορές μαθαίναμε για το πώς επηρεάζουν την υγεία η φυλή και οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες.
Ένα άλλο απόγευμα καταπιαστήκαμε με τον Ιβάν Ίλιτς και τα βάσανά του, καθώς ο ήρωας του βιβλίου παρέμενε κατάκοιτος, αντιμετωπίζοντας μια άγνωστη και ανίατη ασθένεια η οποία συνεχώς χειροτέρευε. Στο έργο αυτό, ο Ιβάν Ίλιτς είναι 45 ετών* εργάζεται ως δικαστής στα μεσαία κλιμάκια του δικαστικού σώματος της Αγίας Πετρούπολης, και η ζωή του ως επί το πλείστον περιστρέφεται γύρω από επουσιώδεις ανησυχίες όσον αφορά την κοινωνική του θέση.
Μια μέρα, πέφτει από μια σκάλα και τον πιάνει ένας πόνος στο πλευρό. 0 πόνος αντί να υποχωρήσει χειροτερεύει και με τον καιρό ο Ιβάν δεν μπορεί πια να εργαστεί. Ενώ προηγουμένως ήταν ένας «εύστροφος, εκλεπτυσμένος, ευχάριστος άνθρωπος, γεμάτος ζωντάνια», σιγά σιγά χάνει την ενεργητικότητά του και τον πιάνει κατάθλιψη. Οι φίλοι και οι συνάδερφοί του τον αποφεύγουν. H γυναίκα του τού φέρνει ολοένα και πιο ακριβούς γιατρούς, οι οποίοι αδυνατούν να συμφωνήσουν ως προς τη διάγνωση. Οι θεραπείες που του δίνουν δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. 0 Ιβάν ζει όλη αυτή την κατάσταση ως μαρτύριο και μέσα του σιγοβράζει μια οργή.
«Εκείνο που βασάνιζε τον Ιβάν Ίλιτς πάνω απ’ όλα», γράφει ο Τολστόι, «ήταν η απάτη, το ψέμα —στο οποίο όλοι συναινούσαν για κάποιον λόγο— ότι δεν πέθαινε αλλά ήταν απλώς άρρωστος και το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγη ηρεμία, να ακολουθήσει μια αγωγή και ύστερα όλα θα πήγαιναν καλά». 0 Ιβάν Ίλιτς έχει αναλαμπές αισιοδοξίας, ότι ίσως τα πράγματα θ’ αλλάξουν, αλλά καθώς συνέχεια εξασθενεί και αποστεώνεται, αρχίζει να καταλαβαίνει τι του συμβαίνει. Γεμίζει ολοένα και περισσότερο με αγωνία και τρόμο για τον θάνατο που πλησιάζει. Όμως ο θάνατος είναι ένα θέμα που οι γιατροί, οι φίλοι και η οικογένειά του δεν μπορούν να αποδεχτούν. Αυτό ακριβώς τον πονάει πιο πολύ απ’ όλα.
«Κανείς δεν τον λυπόταν όπως λαχταρούσε να τον λυπηθούν», γράφει ο Τολστόι. «Κάποιες στιγμές, ύστερα από ώρες μεγάλης ταλαιπωρίας, πάνω απ’ όλα ήθελε (αν και θα ντρεπόταν να το ομολογήσει) κάποιος να τον λυπηθεί, όπως λυπόμαστε ένα άρρωστο παιδί. Λαχταρούσε να τον χαϊδολογήσουν και να τον παρηγορήσουν. Ήξερε πως ήταν εξέχων δημόσιος λειτουργός, ότι η γενειάδα του είχε αρχίσει να ασπρίζει κι ότι αυτό που λαχταρούσε ήταν αδύνατο, όμως και πάλι το επιθυμούσε διακαώς».
Από τη δική μας σκοπιά, των φοιτητών ιατρικής, η αδυναμία των ανθρώπων που περιστοίχιζαν τον Ιβάν Ίλιτς να του προσφέρουν παρηγοριά ή να αναγνωρίσουν τι του συνέβαινε ήταν μια αποτυχία που οφειλόταν στον χαρακτήρα τους και στο συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο. Η Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου διαδραματίζεται η νουβέλα του Τολστόι, μας φαινόταν σκληρή, σχεδόν πρωτόγονη. Ακριβώς όπως πιστεύαμε ότι η σύγχρονη ιατρική πιθανότατα θα κατάφερνε να θεραπεύσει τον Ιβάν Ιλιτς, όποια κι αν ήταν η αρρώστια του, το θεωρούσαμε εξίσου δεδομένο ότι η ειλικρίνεια και η καλοσύνη αποτελούν θεμελιώδη καθήκοντα ενός μοντέρνου γιατρού.
Ήμασταν πεπεισμένοι ότι σε μια παρόμοια κατάσταση θα φερόμασταν με συμπόνια. Αυτό που μας ανησυχούσε ήταν οι γνώσεις. Ξέραμε πώς να συμπονάμε, αλλά δεν ήμασταν διόλου βέβαιοι ότι θα ξέραμε πώς να κάνουμε σωστή διάγνωση και θεραπεία. Πληρώναμε τα δίδακτρα της Ιατρικής Σχολής για να μάθουμε για τις εσωτερικές λειτουργίες του σώματος, τους περίπλοκους μηχανισμούς των παθολογιών του και τον ατέλειωτο θησαυρό ανακαλύψεων και τεχνικών μεθόδων που είχαμε στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις παθολογίες. Δεν φανταζόμασταν ότι υπήρχε ανάγκη να προβληματιστούμε για κάτι άλλο. Οπότε βγάλαμε τον Ιβάν Ίλιτς απ’ το μυαλό μας.
Νά όμως που λίγα χρόνια αργότερα, όταν ξεκίνησα την εκπαίδευση και την άσκηση στη χειρουργική, ήρθα αντιμέτωπος με ασθενείς αναγκασμένους να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα της φθοράς και της θνητότητας — και τότε πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα πόσο ελάχιστα προετοιμασμένος ήμουν για να τους βοηθήσω.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου