Χαλίλ Γκιμπράν – Οι Γοργόνες

 https://antikleidi.com/wp-content/uploads/2016/04/mermaid.jpg

 



Στα βάθη της θάλασσας, που τριγυρίζει τα κοντινά νησιά όπου ανατέλλει ο ήλιος, υπάρχει βάθος. Κι εκεί, όπου τα μαργαριτάρια υπάρχουν σ ‘αφθονία, κείται το πτώμα ενός παλικαριού περικυκλωμένο από κοπέλες της θάλασσας με μακριά χρυσαφένια μαλλιά’ τον κοίταζαν επίμονα με τα βαθυγάλανα μάτια τους, συνομιλώντας μεταξύ τους με μουσικές φωνές. Και η συνομιλία τους, που ακουγόταν από τα βάθη και μεταφερόταν στην παραλία με τα κύματα, ερχόταν σε μένα με την παιχνιδιάρα αύρα.





Μια από αυτές είπε, “Αυτός είναι ένας άνθρωπος που μπήκε στον κόσμο μας χθες, όταν η θάλασσα μας ήταν αγριεμένη.”

Και η δεύτερη είπε, “Η θάλασσα δεν ήταν αγριεμένη. Ο άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι είναι απόγονος των θεών, έκανε σιδερένιο πόλεμο και το αίμα του χύνεται ώστε το χρώμα του νερού είναι τώρα βυσσινί’ αυτός ο άνθρωπος είναι θύμα του πολέμου.”

Η τρίτη τόλμησε να πει, “Δεν ξέρω τι είναι πόλεμος, αλλά ξέρω ότι ο άνθρωπος, αφού υπέταξε τη στεριά, έγινε επιθετικός και αποφάσισε να υποτάξει τη θάλασσα. Επινόησε ένα παράξενο αντικείμενο που τον μετέφερε στη θάλασσα, οπότε ο αυστηρός αρχηγός μας Ποσειδωνας εξοργίστηκε για την απληστία του ανθρώπου. Για να ευχαριστήσει τον Ποσειδωνα, ο άνθρωπος άρχισε να προσφέρει δώρα και θυσίες και το άψυχο σώμα που βρίσκεται μπροστά μας είναι το πιο πρόσφατο δώρο του ανθρώπου προς το μεγάλο και τρομερό Ποσειδωνα μας.”

Και η τέταρτη διακήρυξε, “Ποσό μεγάλος είναι ο Ποσειδωνας και πόσο σκληρή είναι η καρδιά του! Αν ήμουν Σουλτάνος της θάλασσας θ ‘αρνιόμουν να δεχτώ τέτοια πληρωμή… Ελάτε τώρα, ας εξετάσουμε αυτό το λύτρο. Ίσως διαφωτιστούμε για το ανθρώπινο είδος.”

Οι γοργόνες πλησίασαν το νέο άντρα, έψαξαν τις τσέπες του και βρήκαν ένα μήνυμα κοντά στην καρδιά του; μια από αυτές το διάβασε δυνατά στις άλλες:







“Αγαπημένε μου,

“Ήρθαν πάλι τα μεσάνυχτα και δεν έχω καμία παρηγοριά εκτός από τα δάκρυα που χύνω και τίποτε να με παρηγορήσει εκτός από την ελπίδα μου να γυρίσεις σε μένα από τα ματωμένα νύχια του πολέμου. Δεν μπορώ να ξεχάσω τα λόγια σου, όταν έφευγες: ‘Κάθε άνθρωπος έχει μια παρακαταθήκη δακρύων που πρέπει να επιστραφούν κάποια μέρα.’

“Δεν ξέρω τι να πω, Αγαπημένε μου, αλλά η ψυχή μου θα χυθεί μέσα στην περγαμηνή… η ψυχή μου που υποφέρει από το χωρισμό, αλλά παρηγορητά από την Αγάπη που κάνει τον πόνο χαρά και τη λύπη ευτυχία. Όταν η Αγάπη ένωσε τις καρδίες μας και προσμέναμε τη μέρα που οι καρδίες μας θα ενώνονταν από τη δυνατή πνοή του Θεού, ο Πόλεμος έβγαλε την τρομερή κραυγή του. Σε κάλεσε και τον ακολούθησες, παρακινημένος από το καθήκον σου προς τους ηγέτες.

“Τι είναι αυτό το καθήκον που χωρίζει τους εραστές και κάνει τις γυναίκες να γίνουν χήρες και τα παιδιά ορφανά? Τι είναι αυτός ο πατριωτισμός που προκαλεί πολέμους και καταστρέφει βασίλεια γι’ ασήμαντα πράγματα? Και ποια αίτια μπορεί να είναι πιο ασήμαντη όταν συγκριθεί με μια ζωή μόνο? Τι είναι αυτό το καθήκον που προσκαλεί φτωχούς χωριάτες, που θεωρούνται σαν τίποτε από τους δυνατούς και από τους γιους της κληρονομικής αριστοκρατίας, να πεθάνουν για τη δόξα των καταπιεστών τους? Αν το καθήκον καταστρέφει την ειρήνη στα έθνη και ο πατριωτισμός ταράζει τη γαλήνη της ζωής του ανθρώπου, τότε ας πούμε, ‘Η ειρήνη ας είναι με το καθήκον και τον πατριωτισμό.’

“Όχι, όχι Αγαπημένε μου! Μη προσέχεις τα λόγια μου! Να είσαι θαρραλέος και πιστός στη χωρά σου… Μην ακούς τα λόγια μιας κοπέλας, που είναι τυφλωμένη από Αγάπη και χαμένη στον αποχαιρετισμό και στη μοναξιά… Αν η Αγάπη δε σε φέρει πίσω σε μένα σ ‘αυτή τη ζωή, τότε η Αγάπη μας θα μας ενώσει σιγουρά στην άλλη ζωή.

Δική σου για πάντα”

Οι γοργόνες έβαλαν ξανά το σημείωμα κάτω από το ρούχο του νεαρού άντρα και κολύμπησαν πιο πέρα ήσυχα και θλιμμένα. Καθώς μαζεύονταν μαζί σε κάποια απόσταση από το σώμα του νεκρού στρατιώτη, μια από αυτές είπε, “Η ανθρώπινη καρδιά είναι πιο τραχιά από τη σκληρή καρδιά του Ποσειδωνα.”

Σχόλια