Νίκος Τσιφόρος – Το ξυπνητήρι
Πριν φτιάσει ο Θεός τα ρολόγια, οι άνθρωποι μετρούσαν τις ώρες τους με την άμμο. Ύστερα ήρθαν αυτά τα αναίσθητα ροδάκια, κι άρχισαν, «τικ-τακ, τικ-ιακ», να σφυγμομετρούνε το χρόνο. Μαζί τους ήρθαν και τα ωράρια.
Βρέθηκε λοιπόν υποχρεωμένος να υπογράφει ένα χαρτί παρουσίας κάθε πρωί. Ακριβώς στις οκτώ, μια ώρα απαίσια, γεμάτη χασμουρητά, παραλυμένα μέλη και νεύρα. Η ώρα που κάνει καταθλιπτική την υπαλληλική του υπόσταση.
Αγόρασε ένα ξυπνητήρι. Ένα τενεκεδένιο «σάιλεντ τικ», που αυτοδιορίστηκε ρυθμιστής της ζωής του. Όταν η πρωινή τεμπελιά γινότανε Σειρήνα και τραγουδούσε στ’ αυτί του «κοιμήσου λίγο ακόμα», το σάιλεντ τικ έστελνε το κουδουνάκι του να γίνει κλητήρας της ευσυνειδησίας. Σήμαινε το συναγερμό του καθήκοντος. «Ξύπνα. Γραφείο. Υποχρεώσεις. »
Μισούσε αφάνταστα αυτό το μικρό μετάλλινο εργαστήριο, που φαμπρικάριζε όλες του τις ανησυχίες. Κι ήρθαν οι ζέστες, οι σαράντα δύο βαθμοί του θερμομέτρου, φέρνοντας μαζί τους καυτά σεντόνια και καυτές αϋπνίες. Η πρώτη βραδιά πέρασε λευκή, γεμάτη βαγκνερικούς εφιάλτες. Τη δεύτερη το ’ρίξε έξω.
Έξω από ένα ζαχαροπλαστείο με πρασινάδες, πανω σε μια πολυθρόνα πάνινη, από κείνες που τιμούνε τις ανατολίτικες αρετές μας, κατάπινε παγωμένα σιρόπια, εξέπνεε εγκελαδική αγανάκτηση, λυπόταν τους τσουρουφλισμένους συνανθρώπους του και παρακαλούσε τον Αίολο να στείλει μια ευνοϊκή πνοή πάνω απ’ την άσφαλτο.
Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τη ζέστη. Παίρνει τους λαιμοδέτες, τους μετατρέπει σε σφεντόνες και εκσφενδονίζει μακριά την αξιοπρέπεια των άσπρων κολάρων. Υγραίνει την πούντρα των κυριών με αναιδέστατα σταγονίδια ιδρώτος, αναλύει τα βιομηχανικά λίπη, καίει τις υπαλληλικές
ξηρασίες και συναδελφώνει τους πάντας μ’ ένα κοινό κύμα πάθους. Όλοι μαζί ξεφυσάνε, λησμονούν την ακρίβεια και τις πολιτικές πεποιθήσεις, την αναγνωρίζουνε για τον κοινό τους εχθρό και αδειάζουνε τη λίμνη, προς μεγάλην αγαλλίαση της Εταιρείας Υδάτων και των ποσοτικών εισπρακτόρων της.
Πέρασαν έτσι οι δύο, οι τρεις, οι τέσσερις. Ο αυγερινός βγήκε από τον Υμηττό να κάνει την πρωινή του επιθεώρηση. Τότε άρχισε να αισθάνεται νύστα. Πήγε να κοιμηθεί.
Με το πρώτο φως, ήρθε κι ο πρώτος ύπνος. Ονειρεύτηκε τον Έβδομο Δαντικό Κύκλο* εκεί μέσα, εργάτες της «μάχης των λάκκων» διορθώνανε τις κεντρικές αρτηρίες με μπαλώματα από πίσσα. Ήταν ένα θερμό κι ευχάριστο όνειρο Αθηναίου. Αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί ούτε πενήντα επιδιορθωμένα μέτρα. «Ντριννν.» Το σάιλεντ τικ.
Σηκώθηκε γεμάτος αγανάκτηση. Αναλογίστηκε το καθήκον, την υπογραφή, τον προϊστάμενο, την κατσάδα, το πρόστιμο. Ύστερα πήρε το ξυπνητήρι που κουδούνιζε όλες αυτές τις ηθικές έννοιες, το ζύγισε στο χέρι του και το πέταξε απ’ το παράθυρο.
Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου