Ο Αόρατος πόλεμος" ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ(ΚΕΦ. ΚΕ'-ΚΣΤ')

 



 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕ΄  Πως πρέπει να διορθώνουμε την φαντασία και την ενθύμησί μας.
Αφού μιλήσαμε σχετικά για την διόρθωσι των αισθήσεών μας, επακόλουθο είναι να πούμε εδώ και Πως πρέπει να διορθώνουμε την φαντασία και ενθύμησί μας, επειδή και κατά την γνώμη όλων σχεδόν των φιλοσόφων, η φαντασία και η ενθύμησις, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μία αποτύπωσις όλων εκείνων των αισθητών πραγμάτων, που είδαμε, ακούσαμε και μυριστήκαμε και γευτήκαμε και πιάσαμε. Και για να πω με συντομία, η φαντασία και ενθύμησις, είναι μία εσωτερική κοινή αίσθησις, η οποία φαντάζεται και θυμάται καθαρά όλα, όσα οι εξωτερικές πέντε αισθήσεις μας πρόλαβαν να προαισθανθούν. Και κατά κάποιο τρόπο, η μεν αίσθησις και τα αισθητά, παρομοιάζονται με την σφραγίδα, ενώ η φαντασία, με το αποτύπωμα της σφραγίδας.
Η φαντασία αυτή και η ενθύμησις μας δόθηκε μετά την παράβασι για να την μεταχειρισθούμε, όταν οι εξωτερικές μας αισθήσεις ησυχάζουν και όταν δεν έχουμε μπροστά μας παρόντα τα αισθητά εκείνα πράγματα, που πέρασαν από τις αισθήσεις και τυπώθηκαν σε αυτήν. Γιατί είναι αδύνατο να έχουμε πάντα παρόντα όλα όσα γνωρίσαμε και ακούσαμε και μυρίσαμε και γευθήκαμε και πιάσαμε, γι αυτό τα φέρνουμε μπροστά μας με την φαντασία και την ενθύμησι, που τα έχει τυπωμένα και έτσι μιλούμε γι αυτά και σκεπτόμαστε, σαν να τα είχαμε και μπροστά μας.
Γιά παράδειγα· εσύ πήγες μία φορά και είδες την Σμύρνη, έπειτα έφυγες από εκεί και πλέον δεν την βλέπεις με την εξωτερική αίσθησι των ματιών, αλλά όμως με την εσωτερική αίσθησι δηλαδή, με την φαντασία και ενθύμησι, όταν θέλης, φέρνεις την Σμύρνη μπροστά σου και την βλέπεις, σαν να ήταν και παρόν, με το ίδιο σχήμα και διάστημα και μέγεθος και τοποθεσία, που έχει· όχι Πως τότε πηγαίνεις και βλέπεις την Σμύρνη, (καθώς νομίζουν μερικοί αμαθείς). Αλλά βλέπεις την εικόνα της Σμύρνης, την οποία έχει τυπωμένη μέσα η φαντασία και η ενθύμησίς σου. Αυτή η φαντασία των αισθητών είναι, που μας ενοχλεί και μέσα στον ύπνο και μας κάνει να βλέπουμε τα διάφορα και πολυποίκιλα όνειρα, στα οποία πρόσεχε να μη πιστεύης ποτέ.
Επειδή όμως η φαντασία αυτή, είναι μια παράλογη και χοντρή αποτύπωσις των πέντε αισθήσεων και φαντάζεται τα αισθητά με το σχήμα και χρώμα και το μέγεθός τους, όπως είπαμε.
Α. Να γνωρίζης, δε ότι ο Θεός, όπως είναι έξω από όλες τις αισθήσεις μαζί και τα αισθητά και πέρα από κάθε σχήμα και χρώμα και διάστημα και τόπο, ως εντελώς ασχημάτιστος και άμορφος και υπάρχει παντού και πάνω από όλα, έτσι είναι και έξω από κάθε φαντασία. Και στη συνέχεια, γνώριζε, ότι η φαντασία είναι μία δύναμις της ψυχής, που δεν έχει επιδεξιότητα να ενωθή με τον Θεό, για αυτά της τα ελαττώματα (Βλέπε στη Φιλοκαλία, που λέγει, ότι «καμία φαντασία δεν έχει θέσι στην περίπτωσι του Θεού. Διότι γενικά είναι πάνω από κάθε έννοια»).
Β΄. Γνώριζε, ότι και ο εωσφόρος και ο πρώτος των Αγγέλων, όντας πριν ανώτερος της παράλογης φαντασίας και πέρα από κάθε σχήμα και χρώμα και αίσθησι ως νους λογικός και άϋλος και ασχημάτιστος και ασώματος, ύστερα αφού φαντάσθηκε και εσχημάτισε με το νού του την ισοθεία, έπεσε από εκείνη την άμορφη και ασχημάτιστη και απαθή και ενιαία, ασώματη κατάστασι του νού, κάτω στη πολυσχημάτιστη και πολυμέριστη και παχυλή αυτή φαντασία, όπως είναι γνώμη πολλών θεολόγων και έτσι, από άγγελος ασχημάτιστος, άϋλος και απαθής, έγινε διάβολος, υλικός, κατά κάποιο τρόπο, πολύσχημος και εμπαθής (51). Γι αυτό και ονομάζεται από τους θείους Πατέρες ζωγράφος που μιμείται τα πάντα και φίδι πολύμορφο και τρώει την γη των παθών, φαντασιοκόπος και άλλα παρόμοια ονόματα. Από τον ίδιο το Θεό παρομοιάζεται ως δράκος με σώμα, με ουρά, με νεύρα, με πλευρά, με ράχη, με μύτη, με μάτια, με στόμα, με χείλη, με δέρμα, με σάρκα και με άλλα παρόμοια μέλη. Και βλέπε στο μ΄και μα΄ κεφάλαιο του Ιώβ. Οπότε, από αυτά μάθε, αγαπητέ, ότι η φαντασία με διάφορες μορφές, καθώς είναι εφεύρεσι και καρπός του διαβόλου, έτσι του είναι και πολύ επιθυμητή. Επειδή, σύμφωνα με τους Αγίους (52) αυτή είναι το γεφύρι, μέσα από το οποίο περνώντας οι δολοφόνοι δαίμονες, ενώνονται με την ψυχή και έτσι την κάνουν κατοικητήριο αισχρών και πονηρών και βλάσφημων λογισμών και όλων των ακαθάρτων ψυχικών και σωματικών παθών.
Γ. Γνώριζε, ότι κατά τον θεολογικώτατο Άγιο Μάξιμο και ο πρωτόπλαστος Αδάμ κτίστηκε από τον Θεό χωρίς φαντασία. Επειδή, ο νους εκείνου, καθαρός, μοναδικός και πράγματι νους ων, δεν τυπωνόταν, ούτε σχηματιζόταν από τις αισθήσεις και τα διάφορα είδη των αισθητών. Αλλά χωρίς να μεταχειρισθή την κατώτερη δύναμι της φαντασίας και να φαντασθή σχήματα και χρώματα και είδη και διαστήματα, παρατηρούσε με την ανώτερη δύναμη της ψυχής, δηλαδή την διάνοια, μόνους γυμνούς και ψιλούς τους λόγους των όντων, άϋλα, καθαρά και πνευματικά(53). Αλλά ο ανθρωποκτόνος διάβολος, καθώς αυτός έπεσε από την φαντασία, έτσι έκανε και τον Αδάμ, να σχηματίση τον νού του με την ισοθεΐα και να πέση από την ιδία αυτή την φαντασία και έτσι από εκείνη την νοερά, ισάγγελο, ενιαία, λογική και ασχημάτιστη ζωή, γκρεμίστηκε ο ταλαίπωρος, στην αισθητική, πολυμέριστη και πολυσχημάτιστη φαντασία αυτή και την κατάσταση των αλόγων ζώων. Επειδή η φαντασία είναι κυρίως ιδίωμα των αλόγων ζώων και όχι των λογικών.
Αφού για μία φορά έπεσε ο άνθρωπος σε αυτήν την κατάστασι, ποιός μπορεί να πή, σε πόσα πάθη, σε πόσα κακά και σε πόσες πλάνες κατακρεμίστηκε μέσα από την φαντασία; Γέμισε την ηθική φιλοσοφία από διάφορες απάτες (54). Γέμισε τη φυσική από πολλές ψευτοδοξασίες (55), και γέμισε την θεολογία από ψεύτικα και σάπια δόγματα. Γιατί, πολλοί, και μεγάλοι και νεώτεροι, θέλοντας να θεωρήσουν και να μιλήσουν σχετικά με το Θεό και των σχετικών, των απλών, ασχημάτιστων και αφάνταστων μυστηρίων, όπου ενεργεί η ανώτερη από όλες τις δυνάμεις, η δύναμις της ψυχής, δηλαδή, ο νους, πριν ακόμη να καθαρίσουν το νού τους από τα εμπαθή σχήματα και εικόνες της φαντασίας των αισθητών πραγμάτων, αντί για την αλήθεια βρήκαν το ψέμα. Και το μεγαλύτερο κακό είναι, ότι και το ψέμα αυτό, το ασπάστηκαν και το κρατούν δυνατά σαν αλήθεια και όντως ον· αντί για θεολόγοι, φάνηκαν φαντασιολόγοι, αφού παραδόθηκαν σε αδόκιμο νού, κατά τον Απόστολο.
Λοιπόν, εσύ αδελφέ, εάν αγαπάς να ελευθερωθής με ευκολία από τις πλάνες αυτές και τα πάθη, εάν επιθυμής να να ξεφύγης από τις διαφόρες παγίδες και τεχνάσματα του διαβόλου και εάν επιθυμής να ενωθής με τον Θεό και να πετύχης τον θείο φωτισμό και την αλήθεια, πολέμα, αλλά με όλες σου τις δυνάμεις πολέμα, να ξεγυμνώσης τον νού σου από τα σχήματα και τα χρώματα και τα διαστήματα, και γενικά από κάθε φαντασία και ενθύμησι των αισθητών πραγμάτων, και καλών και κακών.
Επειδή όλα αυτά είναι σαν μολυσμοί και λάσπες και σκοτεινιά, που μολύνουν την καθαρότητα και ευπρέπεια και λαμπρότητα του νού και παχαίνουν την αϋλία του. Και σχεδόν, κανένα πάθος (56) ψυχικό ή σωματικό δεν μπορεί να πλησίαση τον νού, παρά δια μέσου της φαντασίας αυτής των αισθητών. Αγωνίσου λοιπόν να φυλάξης αυτό το νού σου αχρωμάτιστο, ασχημάτιστο, άμορφο και καθαρό, καθώς το έπλασε ο Θεός.
Αυτό βέβαια με άλλο τρόπο δεν γίνεται, παρά αν τον επιστρέφης και τον μαζέψης μέσα στο στενό τόπο της καρδιάς σου και όλου του εσωτερικού άνθρωπου· και εκεί μέσα να τον συνηθίζης να βρίσκεται πότε μεν προσευχόμενος με πένθος, με τον εσωτερικό λόγο της καρδιάς, και λέγοντας· «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιε του Θεού, ελέησόν με»· και να προσέχη μόνον τα λόγια της προσευχής αυτής, (όπως σχετικά με αυτό σου λέω στο κς΄ κεφάλαιο), άλλοτε παρατηρώντας τον ίδιο σου τον εαυτό, μάλλον δια μέσου του εαυτού σου κατανοώντας τον Θεό και αναπαυόμενος (57)· αυτή η θεωρία και η μελέτη λέγεται κυκλική και απλανής (58). Γιατί, όπως το φίδι, όταν θέλη να βγάλη το παλιό του δέρμα, πηγαίνει και περνάει από στενό τόπο, όπως λένει οι φυσιολόγοι, έτσι και ο νους, μέσα από το στενό τόπο της καρδιάς και της Νοεράς Προσευχής που βρίσκεται μέσα σε αυτήν, φιλτράρεται, βγάζει το φόρεμα της φαντασίας των αισθητών και κακών προλήψεων και γίνεται καθαρός, λαμπρός και κατάλληλος στην ένωσι του Θεού για την ομοιότητα που παίρνει με αυτόν. Και πάλι, καθώς το νερό, όσο ενώνεται και περνάει στριμωγμένο μέσα από τους στενούς σωλήνες, τόσο λεπταίνει και δυναμώνεται και ανεβαίνει σε ύψος· έτσι και ο νους, όσο ασχολείται με την ακριβή μελέτη της καρδιάς και τη δική του θεωρία, τόσο λεπταίνει, τόσο δυνατώτερος γίνεται και ψηλότερος από κάθε πάθος και επίθεσι λογισμών και από κάθε σχήμα και είδος, όχι μόνον των αισθητών, αλλά και των νοητών, με το να μένουν όλα αυτά έξω διότι εκεί μέσα δεν μπορούν να μπούν (59). Εάν καμμιά φορά πάη ο νους σου στα εξωτερικά που βλέπεις και στις φαντασίες του κόσμου, πάλι ξαναγύρισε τον μέσα στον θάλαμο της καρδιάς, έως ότου να συνηθίσει.
Αυτός είναι ο πρώτος και κυριώτερος τρόπος, τον οποίον πρέπει να έχης παντοτεινό έργο για να διορθώσης, αγαπητέ, την φαντασία και την θύμησί σου· τι λέω; Να διορθώσης και να εξαφανίσης από την ρίζα, τις κακές προλήψεις αυτής και τα είδωλα. Αυτός ο οποίος τρόπος, όσο είναι καρποφόρος και ωφέλιμος, τόσο είναι και κουραστικός· και όσο είναι κουραστικός, τόσο είναι και δυσκολοεπιχείρητος (για να μην πω και δυσκολοπίστευτος), κοντά στους πολλούς και μάλιστα στους δικούς μας σοφούς και διδασκάλους του τωρινού αιώνα, οι οποίοι δεν θέλουν να πιστέψουν στην διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος και τόσων και τόσων θεοφόρων Πατέρων, που διδάσκουν αυτόν τον τρόπο στο νεοτύπωτο βιβλίο της Φιλοκαλίας, το οποίο είναι πιο πολύτιμο από κάθε βαρύτιμο πετράδι, στερούνται δίκαια τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, τους οποίους απολαμβάνουν πολλοί αμαθείς και αγράμματοι: «Τα απέκρυψε αυτά ο Θεός, κατά το λόγιο, από σοφούς και συνετούς και τα φανέρωσε στα νήπια» (Λουκ. 10,21). Γιατί, όσοι δεν πιστεύουν σ αυτή τη νοερή εργασία, ούτε να καταλάβουν μπορούν την ωφέλεια που προέρχεται από αυτή κατά το· «Αν δεν πιστεύσετε, δεν θα καταλάβετε» (Ησ. 7,9).
Όταν βλέπης ότι ο νους σου κουράζεται και δεν μπορεί πια να μείνη μέσα στην καρδιά και στην προσευχή του νού που γίνεται μέσα σε αυτή, τότε χρησιμοποίησε και τον β΄ τρόπο, δηλαδή, άφησε το να βγαίνη έξω και να ασχολήται με μελέτες και παρατηρήσεις και σε νοήματα θεία και πνευματικά, τόσο σε αυτά που περιέχονται μέσα στις Γραφές, όσο και αυτά που βρίσκονται στα κτίσματα, ιδιαίτερα στα νοητά, τα οποία λέγονται στην καθομιλουμένη μεταφυσικά και αφηρημένα της ύλης. Γιατί, αυτά τα πνευματικά νοήματα, συγγενή με τον νού έχουν και την λεπτότητα και την ιδιότητα του άϋλου, δεν τον αφήνουν να παχαίνη, αλλά τον κάνουν με ευκολία να επιστρέψη στον τόπο της καρδιάς και να ενωθή πάλι με την νοερή μνήμη του Θεού. Γι αυτό λέει, ο Θείος Μάξιμος, «ότι μόνη η πράξις δεν μπορεί να κάνη τον νού απαθή, αν δεν τον διαδέχονται πολλές και ποικίλες θεωρίες». Πρόσεξε όμως, να μη ασχολήσαι στους λόγους των υλικών σωμάτων και ζώων, δηλαδή στα λεγόμενα φυσικά, αφού είσαι ακόμη επαθής. Γιατί μη όντας ο νους σου ελεύθερος από τις μοχθηρές φαντασίες των αισθητών, πριν να διαπεράση μέσα στους πνευματικούς και άϋλους λογισμούς, που βρίσκονται μέσα στα σώματα και στα ζώα, πιάνεται από μόνο την εξωτερική μορφή τους και την επιφάνεια· και ευχαριστημένος σε αυτή, αποκτά ψεύτικες δοξασίες και πάθη, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος, αντί να βρή απάθεια και αλήθεια, καθώς το έπαθαν τόσοι και τόσοι φιλόσοφοι, που καλούνται φυσικοί.
Ή χρησιμοποίησε και τον γ΄ τρόπο για ανάπαυσι και παρηγοριά του νού σου· δηλαδή, φαντάσου τα μυστήρια της ζωής και του πάθους του Κυρίου, δηλαδή την Γέννησί του στο σπήλαιο, την Υπαπαντή του στο Ναό· την Βάπτισί του στον Ιορδάνη, την Σαρανταήμερη νηστεία του στην έρημο· το κήρυγμα του Ευαγγελίου του, τα διάφορα θαύματα που έκανε· την Μεταμόρφωσί του στο Θαβώρ, το νίψιμο των ποδιών των μαθητών του, την παράδοσι των μυστηρίων, την προδοσία του, τα πάθη του· τον Σταυρό του, τον Επιτάφιό του· την Ανάστασί του και την Ανάληψί του· τα κάθε είδους βάσανα των Μαρτύρων και τις μακροχρόνιες ασκήσεις των Οσίων.
Το ίδιο, μπορείς, ακόμη για την συντριβή της καρδιάς σου και την μετάνοια, να φαντάζεσαι το μυστήριο και την φοβερή ώρα του θανάτου σου, την τρομερή ημέρα της Κρίσεως, τα διάφορα είδη των αιωνίων κολάσεων, δηλαδή, τις λίμνες της αιώνιας φωτιάς· τις κατασκότεινες και υπόγειες φυλακές· τους πολύ κρύους τάφους· τα σκουλίκια που πίνουν αίμα, την συντροφιά με τους δαίμονες· φαντάσου ακόμη και την απόλαυσι της απερίγραπτης χαράς και την ουράνια εκείνη βασιλεία των δικαίων την αιώνια δόξα και μακαριότητα· τον ήχο εκείνων που εορτάζουν την ένωσι με το Θεό και την παντοτεινή γνωριμία και συγκατοίκησι όλων των Αγίων (60).
Αλλά, γνώριζε, ότι δεν σου λέω να ασχολήσαι πάντα με αυτά, αλλά να τα μεταχειρίζεσαι μόνο κάποτε κάποτε και μερικές φορές, ως που να ξεκουρασθή ο νους σου και πάλι να επιστρέψη στην καρδιά και εκεί να εργάζεται το αφάνταστο και ασχημάτιστο, δια μέσου της καρδιακής μνήμης του Θεού. Γιατί, όπως όλα τα φερέοικα ζώα, δηλαδή αυτά που κουβαλάνε μαζί το σπίτι τους (σαν τα σαλιγκάρια και τις χελώνες) και τα όστρακα, δεν αναπαύονται πουθενά αλλού, παρά μέσα στα όστρακα, που είναι ντυμένα και μέσα στις τρύπες τους, έτσι και ο νους, με φυσικό τρόπο, σε τίποτα άλλο δεν αναπαύεται τόσο, όσο, στο να βρίσκεται μέσα στο σώμα που φοράει, δηλαδή, μέσα στο θάλαμο της καρδιάς και στον εσωτερικό άνθρωπο και από εκεί, σαν από καμία πολεμήστρα, να πολεμά τους λογισμούς και τους εχθρούς και τα πάθη, που εκεί μέσα είναι κρυμμένα, αν και οι περισσότεροι άνθρωποι αυτό δεν το γνωρίζουν (61).
Πάνω από όλα σου λέω, ότι για να πολεμάς και να προφυλάγεσαι καλά, μην αφίνης την φαντασία και την ενθύμησί σου να θυμάται όλα εκείνα, που είδες ή άκουσες ή μυρίστηκες ή γεύτηκες ή έπιασες και ιδιαιτέρως, τα άσεμνα και κακά. Γιατί έχει επιβεβαιωθή με την δοκιμή, Πως περισσότερο πόλεμο κάνει κάποιος να ελευθερωθή από την φαντασία και την ενθύμησι ενός πράγματος, παρά από την ιδία την αίσθησί του. Επειδή το να ιδή κανείς - υποθετικά λέμε - ή να μην ιδή ένα πρόσωπο με πάθος, αυτό είναι εύκολο και πόλεμο τόσο δεν έχει· όταν όμως το ιδή και το περιεργασθή, δεν είναι πλέον εύκολο, αλλά χρειάζεται πόλεμος και αγώνας, για να βγάλη την ενθύμησι του προσώπου εκείνου από την φαντασία του.
Και πολλές φορές, μία μονάχα, εμπαθής και περίεργη ματιά, που ρίξαμε σε ένα όμορφο πρόσωπο, μας εντυπώνει στη φαντασία τόσο βαθιά την ενθύμησί του, που πολεμούμε σαράντα ή πενήντα χρόνια, μέχρι και αυτά τα γηρατειά μας και δεν μπορούμε να εξαλείψουμε εκείνη την ενθύμησι και φαντασία. Και είναι άξιο για γέλια, ότι το πρόσωπο εκείνο γερνάει και ασχημαίνει ή πεθαίνει και γίνεται χώμα· και πολλές φορές εμείς οι ίδιοι πιάνουμε με τα χέρια μας τα οστά του στον τάφο, αλλά η φαντασία μας κρατεί τόσο σφικτά και δυνατά την εικόνα του, που πάντα το νομίζει για νέο και για ζωντανό· και έτσι σαν παράλογη και τυφλή, μας κάνει να αμαρτάνουμε με αυτό στη καρδία, σαν να ήταν και αληθινό, τόσο όταν είμαστε ξύπνιοι, όσο και όταν κοιμώμαστε(62).
Ακόμη σου υπενθυμίζω, να φυλαχθής καλά και να μη πιστεύης ή τελείως να δέχεσαι ως αληθινό, αν δής ξύπνιος ή ενώ κοιμάσαι, μέσα από την καρδιά σου ή έξω κανένα σχήμα, όπως φως ή φωτιά ή σαν είδος αγγέλου ή αγίου ή κάτι άλλο παρόμοιο, ό,τι κι αν είναι.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΣΤ΄  Ο στρατιώτης του Χριστού πρέπει να αποφεύγη με όλη του τη δύναμι τις ταραχές και ενοχλήσεις, αν θέλη να πολεμήση καλά τους εχθρούς του.
Όπως έχει υποχρέωσι αναπόφευκτη κάθε χριστιανός, όταν χάση την ειρήνη της καρδιάς του να κάνη το ό,τι μπορεί για να την ξαναποκτήση, έτσι πάλι πρέπει να γνωρίζη, ότι κανένα γεγονός που συμβαίνει στον κόσμο, που θα του συνέβαινε, δεν είναι σωστό και φρόνιμο να του στερή ή να του κλονίζη την παρόμοια ειρήνη. Πρέπει ναί, να λυπούμαστε για τις αμαρτίες μας, αλλά με έναν πόνο ειρηνικό, κατά τον τρόπο, που προηγουμένως έδειξα σε πολλά σημεία· και έτσι, χωρίς ενόχλησι της καρδιάς, να συμπονάμε με ευλαβή διάθεσι αγάπης κάθε άλλο αμαρτωλό και να κλαίμε εσωτερικά το λιγότερο· δηλαδή, ας πενθούμε για τα σφάλματά του. Γιά τα άλλα που συμβαίνουν, τα βαρειά και βασανιστικά, που μας έρχονται, όπως ασθένειες, πληγές, θάνατοι των συγγενών μας, επιδημίες πείνας, πόλεμοι, φωτιές και άλλα παρόμοια κακά, αν και οι κοσμικοί τα αποστρέφωνται τις περισσότερες φορές, ως ενοχλήσεις της φύσεως, παρόλα αυτά, μπορούμε με την χάρι του Θεού, όχι μόνο να τα υποφέρουμε, αλλά και να τα θέλουμε και να τα αγαπάμε, σαν δίκαιη τιμωρία στους παράνομους και σαν αφορμές των αρετών στους καλούς· επειδή σε αυτόν το σκοπό αποβλέπουμε, και αυτό αρέσει ακόμη και σε αυτόν τον Κύριό μας και Θεό, που ας τα στέλνει· του οποίου το θέλημα ακολουθώντας εμείς, θα περάσουμε με καρδιά ήσυχη και αναπαυμένη όλες τις θλίψεις και τα βάσανα της τωρινής ζωής. Και να είσαι βέβαιος, ότι κάθε παρενόχλησις και ταραχή της καρδιάς μας, δεν αρέσει στα θεϊκά μάτια· γιατί όποια και νάναι αυτή, πάντα είναι συντροφιασμένη από ατέλεια και πάντα προέρχεται από κάποια κακιά ρίζα της φιλαυτίας.
Γι αυτό να έχης πάντοτε άγρυπνη μία σκοπιά παρατηρήσεως, η οποία αμέσως μόλις δεί κάτι που μπορεί να σε ενοχλήση και να σε ταράξη, ας σου κάνη νόημα, για να καταλαβαίνης για τι πρόκειται και να πιάνεις τα όπλα στο να διοικήσαι σκεπτόμενος, ότι όλα εκείνα τα κακά και άλλα παρόμοια πολλά, αν και φαίνονται εξωτερικά κατά την αίσθησι κακά, δηλαδή βλαβερά, όμως δεν είναι αληθινά κακά, ούτε μπορούν να μας αφαιρέσουν τα πραγματικά καλά και ότι όλα τα διατάζει και τα παραχωρεί ο Θεός, για τους σωστούς σκοπούς που είπαμε πριν και μας συμφέρουν και για άλλα, που δεν είναι γνωστά σε μας, αλλά πολύ δίκαια και πολύ άγια χωρίς αμφιβολία. Και, αν σε κάθε θλιβερό και αντίθετο γεγονός που συμβαίνει, παραμένη η καρδιά σου έτσι αναπαυμένη και ειρηνική, μπορεί να έχης πολύ κέρδος· αν όμως ταράζεται, γνώριζε ότι κάθε άσκησι που κάνεις, σου αποδίδει ή καμία ή πολύ μικρή ωφέλεια.
Επιπλέον λέω και αυτό, ότι όταν η καρδιά ενοχλήται και ταράσσεται, είναι πάντα κάτω από τα διάφορα χτυπήματα και τους πολέμους των εχθρών και το σπουδαιότερο, όταν είμαστε ταραγμένοι δεν μπορούμε να δούμε καλά και να διακρίνουμε τον ίσιο δρόμο και την ασφαλή πορεία της αρετής· ο εχθρός μας λοιπόν διάβολος που μισεί πολύ αυτήν την ειρήνη (επειδή είναι μέρος, που κατοικεί το πνεύμα του Θεού, για να ενεργήση μεγάλα πράγματα), πολλές φορές έρχεται σαν φίλος και δοκιμάζει να μας την πάρη, χρησιμοποιώντας διάφορες επιθυμίες (63), οι οποίες μας φαίνονται Πως είναι καλές· αλλά πόσο αυτές είναι απατηλές και ψεύτικες, μπορείς μεταξύ των άλλων στοιχείων να το γνωρίσης κι από αυτό· δηλαδή, επειδή μας κλέβουν την ειρήνη της καρδιάς.
Γι αυτό, αν θέλης να εμποδίσης την τόση μεγάλη ζημιά, όταν ο παρατηρητής, δηλαδή ο νους και η προσοχή του νού, σε προειδοποιήση ότι κάποια νέα επιθυμία κάποιου καλού ζητεί να μπή μέσα σου, μην της ανοίξης την είσοδο της καρδιάς, αν δεν ελευθερωθής πρώτα από κάθε θέλημα δικό σου και την παρουσιάσης στο Θεό και ομολογώντας την τυφλότητα και αγνωσία σου, να τον παρακαλέσης θερμά να σε φωτίση με το δικό του φως, για να δής, εάν αυτή η επιθυμία προέρχεται από αντίδικο εχθρό· και γι αυτό, τρέξε στον πνευματικό σου πατέρα και άφησέ το, όσο μπορείς, στην κρίσι εκείνου. Όμως, αν και η επιθυμία εκείνη είναι από τον Θεό, πρέπει εσύ, πριν να την επιχειρήσης, να ταπεινωθής και να θανατώσης την μεγάλη σου προθυμία και θερμότητα, που έχεις γι αυτή· διότι το έργο εκείνο, του οποίου προηγείται αυτή η δική σου ταπείνωσις, αρέσει πολύ περισσότερο στο Θεό, παρά να γίνη με την επιθυμία της φύσεως - μάλιστα καμιά φορά του αρέσει πολύ περισσότερο εκείνη η δική σου ταπείνωσις, παρά αυτό το ίδιο το έργο. Και με τον τρόπο αυτόν, αφού αποβάλλεις από τον εαυτό σου τις επιθυμίες, που δεν είναι καλές και μη κάνονας τις καλές, αν δεν καθησυχάσης πρώτα τις φυσικές σου κινήσεις, θα κρατήσης την ειρήνη και την ασφάλεια, την ακρόπολι της καρδιάς σου.
Γιά να διαφυλάξης ακόμη την καρδιά σου ειρηνική σε κάθε πράγμα, πρέπει να την ελέγχης και να την φυλάς από κάποιες επιπλήξεις και εσωτερικούς ελέγχους της συνειδήσεώς σου, οι οποίοι μερικές φορές είναι του διαβόλου, μολονότι φαίνονται ότι είναι του Θεού, με το να σε κατηγορούν για κάποιο λάθος· τους παρόμοιους ελέγχους, από τα αποτελέσματά τους θα τους αναγνωρίσης από που προέρχονται. Γιατί, αν σε ταπεινώνουν και σε κάνουν επιμελή στο να εργάζεσαι και δεν σου αφαιρούν την ελπίδα και εμπιστοσύνη που έχεις στον Θεό, πρέπει να τους δέχεσαι σαν από τον Θεό και να τον ευχαριστής· αν όμως σε συγχύζουν και σε κάνουν μικρόψυχο, δύσπιστο, αμελή και οκνηρό στο καλό, να είσαι βέβαιος Πως προέρχονται από τον εχθρό· και μη τους δίνης σημασία, αλλά ακολούθησε τον δρόμο σου και την εξάσκησί σου. Γιατί, και εκτός από όλα αυτά που σου είπα, πλέον από κοινού, γεννιώνται στη καρδιά μας οι παρενοχλήσεις και οι συγχύσεις, από τα περιστατικά των αντιθέτων πραγμάτων, που μας ακολουθούν σε αυτόν τον κόσμο.
Αλλά εσύ, για να προφυλαχθής από αυτά τα χτυπήματα της συγχύσεως, μπορείς να κάνης δυό πράγματα· το ένα είναι να σκεφθής σε ποιό είναι αντίθετα εκείνα τα περιστατικά· στο πνεύμα και την ψυχή; ή στην αγάπη του εαυτού μας και των επιθυμιών μας; Γιατί, αν είναι αντίθετα στις επιθυμίες σου και την αγάπη του εαυτού σου (ο οποίος είναι γενικά ο πρώτος εχθρός σου), δεν πρέπει να τα ονομάζης αντίθετα, αλλά να τα έχης για ευεργεσίες και βοήθεια του Υψίστου Θεού, οπότε και με χαρούμενη καρδιά και ευχαριστία να τα αποδέχεσαι· εάν όμως και είναι αντίθετα στο πνεύμα και την ψυχή, δεν πρέπει ούτε γι αυτό να χάνης την ειρήνη της καρδίας σου, όπως θα μάθης στο επόμενο κεφάλαιο· το άλλο είναι να υψώσης τον νού σου στο Θεό, και με μάτια κλειστά (χωρίς να θέλης να γνωρίζης κάτι άλλο), να δέχεσαι κάθε περιστατικό από το σπλαγχνικό χέρι της θείας πρόνοιάς του, σαν πράγμα γεμάτο από διάφορα αγαθά (64) 




51. Οπότε και ο Σιναΐτης θεοφόρος Γρηγόριος, έτσι λέγει περί των Δαιμόνων. «Όντας κάποτε και αυτοί νοερά όντα, αφού εξέπεσαν της αϋλίας και της λεπτότητος εκείνης, κάθε ένας απόκτησε κάποιο υλικό πάχος, έχοντας σώμα ανάλογο με την τάξι και την ενέργεια την οποία έχει κάνει από την έξι των παθών» (Κεφ. ρκγ΄ Φιλοκαλ.). Και συνεχίζοντας παρακάτω λέγει· «από την έξι των παθών, έγιναν κάπως υλικοί» (οι δαίμονες δηλαδή).
52. Βλέπε στο ξδ΄ κεφάλαιο Καλλίστου και Ιγνατίου των Ξανθοπούλων. Φιλοκαλ.
53. Οπότε και ο νέος Αδάμ, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αν και είχε την φυσική των όντων φιλοσοφία και γνώσι (σχετικά με την οποία βλέπε στο νβ΄ κέφ.), δεν είχε όμως και τον παθητικό αυτόν και σύμφωνο νού, δηλαδή την φαντασία των αισθητών, αλλά τον ενεργεία και απαθή, αυτόν που επιβάλλεται αμέσως στους ασώματους λόγους των υπάρξεων, όπως είναι η γνώμη των θεολόγων. Οπότε ο θεολόγος εκείνος, Γεώργιος ο Κορέσσιος, σε μία από τις θεολογικές απορίες και λύσεις του σχετικά με την ένσαρκη οικονομία, είπε τα εξής· «Ήταν άξιος μισθού ο Κύριος... εξ αιτίας της αυξανομένης επιστήμης (δηλαδή της δυσικής γνώσεως των όντων) που υπάρχει αμέσως στο Χριστό και δεν εμποδίζοταν από τίποτε (ή από τον ύπνο), δηλαδή από τις φαντασίες του ύπνου ή από κάποια άλλη αιτία, όπως συμβαίνει με τον νού των ανθρώπων διότι ο νους του Χριστού δεν εξαρτόταν από τις φαντασίες, πράγμα που γίνεται εμπόδιο στην μετάδοσι των νοητών στους άϋλους λόγους)». Σε απόδειξι αυτού ούτε λίγο συντείνει και εκείνο που λέγει ο Βουλγαρίας Θεοφύλακτος (ερμην. του δ΄ του κατά Λουκ.) ότι ο Κύριος δεν φανταζόταν τα βασίλεια του κόσμου που του φανέρωνε ο εχθρός.
54. Βλ. στο τέλος αυτού του ίδιου κεφαλαίου.
55. Βλέπε πιο μπροστά σε αυτό το ίδιο κεφάλαιο.
56. Γιατί αν και τύχη και συναρπασθή κανείς από τα μάτια του και δη με εμπάθεια κανένα όμορφο πρόσωπο, πολεμήση όμως και δεν τυπώση στην φαντασία του την εικόνα του προσώπου εκείνου, βυθίζοντας τον νού του μέσα στην καρδιά του, γλυτώνει από τον ηδονικό συνδυασμό των λογισμών, γλυτώνει από την πάλη, γλυτώνει από την συγκατάθεσι και τελευταία γλυτώνει και δεν πέφτει στην διάπραξι της αμαρτίας. Γι αυτό και ο θεολόγος Γρηγόριος είπε τα εξής: «Μέ συνήρπασε ο όφις, αλλά δεν με συνέλαβε. Δεν έστησα είδωλο της αμαρτίας. Η πείρα είναι είδωλο, αποφύγαμε την διάπραξι. Αυτά είναι τα στάδια της πλάνης του εχθρού». Εάν όμως αφήση κάποιος να τυπωθή στην φαντασία του η εικόνα και ενθύμησις του προσώπου εκείνου, εύκολα μπορεί να πέση στους μεγαλύτερους βαθμούς της αμαρτίας έως και στην διάπραξι αυτής της αμαρτίας· ώστε το κάθετι στη φαντασία μένει.
57. Γι αυτό λέει ο μέγας Βασίλειος, όταν ο νους δεν σκορπίζεται στα εξωτερικά πράγματα, ούτε απλώνεται στο κόσμο από τις αισθήσεις, γυρίζει στον εαυτό του και μέσα από τον εαυτό του ανεβαίνει στην έννοια του Θεού· «νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων εις τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι εαυτού δε, προς την του Θεού έννοιαν αναβαίνει» (επιστολ. α΄).
58. Γιατί τρεις είναι οι κινήσεις της ψυχής, κατά τον Αρεοπαγίτη Διονύσιο· α΄) μεν η κυκλική, η οποία γίνεται όταν η ψυχή γυρίζη από τα πολλά και από έξω πράγματα, πρώτα μαζεύεται στον εαυτό της, έπειτα ενώνεται με τις ενιαίες και αγγελικές δυνάμεις και έτσι ενώνεται με τον χωρίς αρχή και τέλος αγαθό, δηλαδή τον Θεό, β΄) η ελικοειδής, η οποία γίνεται, όταν η ψυχή κινήται και παίρνη τις θείες γνώσεις, όχι τελείως νοερά και ενιαία και αμετάβατα, αλλά μεταβατικά και με σκέψι, από ένα νόημα σε άλλο φερομένη, με ενέργειες, με κάποιο τρόπο ανακατεμένη από την κυκλική κίνηση και από την ευθεία, γ΄) ευθεία κίνησις είναι, όταν η ψυχή βγαίνη στη θεωρία των γύρω από αυτήν αισθητών πραγμάτων και από τα από έξω και αισθητά, ωσάν από κάποιες εικόνες διάφορες και πολλές, αναβαίνει στις απλές και ενιαίες θεωρίες. (Περί θείων ονομάτων, κεφ. δ΄). Λέγεται κυκλική η ανωτέρα και πρώτη κυρία κίνησις της ψυχής, γιατί, καθώς, παραδείγματος χάρι, όταν οι δυό άκρες μιας βέργας ενωθούν, γίνεται στεφάνι και κύκλος, έτσι και όταν η νοερά και γνωστική δύναμις και ενέργεια της ψυχής, η οποία βρίσκεται εξαίρετα στον εγκέφαλο, ως σωματικό όργανο, ενωθή με την νοερή ουσία της ψυχής που βρίσκεται στο κέντρο της καρδιάς και το εκεί καθαρώτατο ζωτικό πνεύμα, όπως σε ένα σωματικό όργανο, κατά το Ευαγγέλιο και τους νηπτικούς Πατέρες (Φιλοκαλία)· από την ένωσι και επιστροφή των δυό αυτών, κάποιος κύκλος γίνεται και με τον κύκλο αυτόν ενώνεται ο νους με την θεία χάρι, η οποία βρίσκεται στο μέσο της καρδιάς.
59. Γιά να αναφέρω κάποιο καλύτερο παράδειγμα· όπως οι ακτίνες του ηλίου, όσο απομακρύνονται από το κέντρο και το μέσον του γυαλιού, που ανάβει την ίσκα, τόσο ασθενέστερες, αραιότερες και σκοτεινότερες γίνονται, και όσο συμμαζεύονται στο κέντρο, τόσο δυνατώτερες, πυκνότερες και λαμπρότερες γίνονται, κατά αυτό τον τρόπο και ο νους και οι γνωστικές δυνάμεις της ψυχής, όσο μαζεύονται στο κέντρο της καρδιάς, τόσο δυνατώτερες και λαμπρότερες γίνονται.
60. Αν με αυτά τα θεία νοήματα και τις μελέτες ζωγράφιζες, αδελφέ, τον χάρτη της φαντασίας σου, όχι μόνο θα γλυτώσης από τις πονηρές ενθυμήσεις και κακούς λογισμούς, αλλά και θα επαινεθής με παρρησία σε εκείνη την ημέρα της Κρίσεως· γιατί λέγει ο μέγας Βασίλειος στον λόγο περί Παρθενίας, ότι κάθε άνθρωπος που βρίσκεται στο σώμα του, παρομοιάζεται με ένα ζωγράφο, που ζωγραφίζει κάποια εικόνα μέσα σε απόκρυφο τόπο. Καθώς λοιπόν ο ζωγράφος εκείνος, όταν βγάλη έξω στο θέατρο την εικόνα του, επαινείται μεν από τους θεατές, αν ζωγράφησε απάνω σε αυτή χαρακτήρες αγίων και άλλα ωραία και αξιοθέατα πράγματα, κατηγορείται όμως, αν ζωγράφησε σε αυτή συχαμερά, άσεμνα και αξιομίσητα πράγματα, κατά αυτό τον τρόπο και κάθε άνθρωπος, όταν μετά το θάνατον βρεθή στην Κρίσι του Θεού, θα επαινεθή και θα μακαρισθή από Θεό και Αγγέλους και Αγίους, αν στόλισε τον νού του και την φαντασία του με λαμπρά, θεία και πνευματικά νοήματα. Και πάλι, θα ντραπή και θα κατακριθή, αν γέμισε την φαντασία του με πάθη, με άσεμνα και αισχρά είδωλα και εικόνες. Και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θαυμάζει Πως από των αισθητών δημιουργείται στην ψυχή με την φαντασία ή νοητό φως, το οποίο παρέχει ζωή αιώνια ή νοητό και σκοτάδι κολαστήριο (Φιλοκαλία).
61. Και ότι μεν τα πάθη και οι λογισμοί βρίσκονται κρυμμένα στη καρδιά και από κεί βγαίνουν και μας πολεμούν, το μαρτυρεί ο Κύριος, λέγοντας· «Από την καρδιά βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο» (Ματθ. 15,18-19). Ότι όμως και οι εχθροί δαίμονες τριγύρω από την καρδιά κρύβονται και βρίσκονται (κατ ενέργεια όμως και όχι κατ ουσία, όπως λέγει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. Κυριακ. Δ΄ Νηστειών)· και αυτό το ίδιο μαρτυρεί ο άγιος Διάδοχος, λέγοντας ότι προ μεν του Αγίου Βαπτίσματος, η θεία χάρις παρακινεί τον άνθρωπο στα καλά από μέσα, ο δε σατανάς παραφυλάει στα βάθη της ψυχής και της καρδιάς· αφού δε ο βαπτισθή ο άνθρωπος, ο δαίμονας πηγαίνει έξω από την καρδιά, ενώ η χάρις μέσα (κεφ. ος΄). Πλήν και μετά το Βάπτισμα (λέγει ο ίδιος ο άγιος κεφ. πβ΄), παραχωρούνται να βρίσκωνται στα βάθη του σώματος (και μπορεί να πή κάποιος στην επιφάνεια της καρδιάς), για δοκιμασία του αυτεξουσίου και από κεί ερεθίζουν τον νού με την υγρότητα των σαρκικών ηδονών. Γι αυτό λένε οι Πατέρες, ότι οι δαίμονες δεν αγαπούν να γνωρίζουν οι άνθρωποι, ότι αυτοί βρίσκονται μέσα τους, για να μην διώχνουν από εκεί και τους πολεμούν με το όνομα του Ιησού Χριστού, το οποίο λέγεται μέσα στη καρδιά, όπως προείπαμε. Ότι οι δαίμονες βρίσκονται μέσα μας, συμφωνεί και ο θεολόγος Γρηγόριος, λέγοντας, ότι εκείνο που είπε ο Κύριος, Πως το ακάθαρτο πνεύμα, αφ ου εξέλθει από τον άνθρωπο, πάλιν παίρνει επτά άλλα πνεύματα και εισέρχονται και κατοικούν σε αυτόν τον άνθρωπον (Ματθ. 12,43)· αυτό, λέω, μαρτυρεί ο άγιος, ότι γίνεται μετά το Βάπτισμα, παραχωρούντος του Θεού να μπαίνουν οι δαίμονες στον βαπτισθέντα, για τους πονηρούς λογισμούς και τα λόγια και τα κακά έργα, που θα κάνη μετά το Βάπτισμα (Λόγ. εις τα Φώτα· βλ. και το κ΄ κεφάλ. του β΄ μέρους).
62. Βλέπε ότι σου έφερα παράδειγμα από την φαντασία που γεννάται από την όρασι. Γιατί γνώριζε, Πως άλλη αίσθησι δεν μας πολεμάει τόσο, όσο η όρασι. Και καθώς αυτή είναι η βασιλικώτερη, η λεπτότερη, η καθαρώτερη από όλες τις άλλες και η συγγενής με το νού κατά την λαμπρότητα και το ασώματο, όπως λένε οι θεολόγοι, έτσι και οι φαντασίες που γίνονται από αυτή, πολύ δύσκολα σβύνουν. Κατά δεύτερο τρόπο μας πολεμούν οι φαντασίες εκείνων των αισχρών και πονηρών λόγων, που ακούσαμε· και αυτό γνώριζε, ότι καθώς, όταν ενεργούν οι άλλες αισθήσεις, τα μάτια δεν ευχαριστούνται, αν δεν βλέπουν και αυτά εκείνο που αισθάνονται οι λοιπές αισθήσεις, έτσι και η φαντασία, δεν ευχαριστείται, αν ίσως δεν κάνη ορατά, όλα όσα ακούγονται και γεύονται και μυρίζονται και πιάνονται κατά τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριο (Φιλοκαλία).
63. Γι αυτό και ο Αββάς Ισαάκ, όχημα και αμάξι του διαβόλου ονομάζει την σύγχυσι, πάνω στο οποίο καθήμενος εισέρχεται στη ταλαίπωρη ψυχή και την καταποντίζει (Λόγος λγ΄ ). και ο Πέτρος ο Δαμασκηνός λέγει· «Καμμία κακία δεν είναι τόσο εύκολη για την αμαρτία, όσο η σύγχυσις (Φιλοκαλία).
64. Γι αυτό, άξιο μνήμης είναι εκείνο, που συνήθιζε να λέγη πάντα ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σε κάθε περίστασι που του συνέβαινε, καλή και κακή, δυστυχή και ευτυχή· είναι δε το απόφθεγμα αυτό: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν ου γαρ παύσομαι τούτο επιλέγων αεί επί πάσί μοι τοις συμβαίνουσι» (εκ των προς την Διάκονον Ολυμπιάδα επιστολών ια΄)· το οποίο και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος μιμούμενος, αυτό το ίδιο συνήθιζε και έλεγε, όπως βλέπουμε στο βίο του.

 Απόδοση στη νέα Ελληνική: Ιερομόναχος Βενέδικτος
Έκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος

Σχόλια